Η κατάχρηση του οινοπνεύματος έχει επιπτώσεις σε πολλούς τομείς της
κοινωνικής ζωής, οι σημαντικότερες όμως και οι πλέον μακροχρόνιες είναι
αυτές που αφορούν την ανθρώπινη υγεία. Υπογραμμίζει ο Ι.Α. Λιάππας,
αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής, στην Ψυχιατρική Κλινική Αιγινήτειου
Νοσοκομείου και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Μελέτες στο γενικό
πληθυσμό υπογραμμίζουν ότι το πρόβλημα της κατάχρησης / εξάρτησης
κυμαίνεται σε ποσοστά από 5-16%, ενώ μεταξύ αυτών που προσέρχονται σε
μία υπηρεσία υγείας το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι και διπλάσιο.
Στη χώρα μας σχεδόν οι μισοί θάνατοι από τροχαία δυστυχήματα
σχετίζονται με την υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος. Εκτιμάται
επίσης ότι τα άτομα που κάνουν κατάχρηση οινοπνεύματος θα επισκεφθούν
μια μονάδα υγείας ή ένα οποιοδήποτε ιατρό 6-7 φορές συχνότερα από ένα
συνομήλικό τους που δεν κάνει χρήση οινοπνεύματος».
«Η μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος συνδέεται» μας λέει ο καθηγητής «με
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρίτιδας, έλκους στομάχου, οξείας και
χρόνιας παγκρεατίτιδας. Τα ηπατολογικά προβλήματα είναι ασφαλώς τα πιο
σοβαρά, με την κίρρωση του ήπατος να αποτελεί τη συχνότερη επιπλοκή του
χρόνιου αλκοολισμού. Υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό έως και 12% των
χρόνιων αλκοολικών θα αναπτύξει κίρρωση.
Αυξημένος κίνδυνος για την εμφάνιση της κίρρωσης υφίσταται όταν η
ημερήσια κατανάλωση οινοπνεύματος κυμαίνεται μεταξύ 60-80 gr στους
άνδρες και 20-40 gr στις γυναίκες». «Η μικρή ή και μέτρια κατανάλωση
κόκκινου κυρίως κρασιού (έως 2 ποτά ημερησίως) μειώνει τον κίνδυνο
εμφάνισης στεφανιαίας νόσου από 25-40%.
Η κατάχρηση όμως οινοπνεύματος έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση
αρρυθμιών, υπέρτασης, αλκοολικής καρδιομυοπάθειας, καθώς και αύξηση της
θνητότητας λόγω στεφανιαίας νόσου», προειδοποιεί ο κ. Λιάππας και
διευκρινίζει: «Αναφορικά με το αιμοποιητικό σύστημα, το οινόπνευμα
επιδρά τόσο στα κύτταρα του αίματος όσο και σε αυτά του μυελού των
οστών με συνέπεια την πρόκληση αναιμιών, θρομβοπενίας και θρομβωτικών
επεισοδίων. Σχετικά με τη σεξουαλική λειτουργία, στους χρόνιους
αλκοολικούς άνδρες παρατηρείται συχνότερα ανικανότητα και στείρωση, ενώ
οι γυναίκες παρουσιάζουν πιο συχνά διαταραχές της περιόδου και αναστολή
της ωορρηξίας. Επίσης, παρότι το οινόπνευμα δεν έχει απευθείας
καρκινογόνο δράση, φαίνεται πως ενισχύει τη δράση άλλων γνωστών
καρκινογόνων παραγόντων όπως για παράδειγμα της νικοτίνης. Η χρόνια
κατανάλωση οινοπνεύματος συνδέεται με αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση
καρκίνου του πνεύμονα, του μαστού, του παγκρέατος κ.ά.».
Οσον αφορά τα νευρολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα που προκαλούνται
από το αλκοόλ, ο καθηγητής Ψυχιατρικής αναφέρει: «Νευρολογικές
διαταραχές όπως οι επιληπτικές κρίσεις, τα αγγειακά εγκεφαλικά
επεισόδια, η ατροφία της παρεγκεφαλίδας, η συνδρομή Wernicke –
Korsakoff, η μνημονική συσκότιση (black outs) και η αλκοολική άνοια
αποτελούν συχνές επιπλοκές της κατάχρησης οινοπνεύματος. Αυτές οι
καταστάσεις οφείλονται είτε στην απευθείας τοξική δράση της αιθανόλης
στο νευρικό σύστημα είτε στην έλλειψη θειαμίνης λόγω της κακής θρέψης
των αλκοολικών.
Είναι γνωστό ότι ποσοστό 40-70% των αλκοολικών εμφανίζουν παράλληλα
συμπτώματα και μιας άλλης ψυχιατρικής διαταραχής. Επίσης, ένα υψηλό
ποσοστό εξ αυτών αναφέρει συμπτωματολογία η οποία εντάσσεται στα
πλαίσια διαταραχής προσωπικότητας ή κάνει παράλληλη χρήση και άλλων
εθιστικών ουσιών όπως για παράδειγμα της κοκαΐνης.
Οι συχνότερες ψυχιατρικές καταστάσεις που παρατηρούνται στους
αλκοολικούς ασθενείς είναι οι αγχώδεις και καταθλιπτικού τύπου
διαταραχές. Καταθλιπτικά συμπτώματα αναφέρονται σε ποσοστό έως και 80%
των αλκοολικών, επεισόδιο όμως μείζονος κατάθλιψης καταγράφεται σχεδόν
στο 20% εξ αυτών.
Οι αγχώδεις διαταραχές που συχνότερα συνυπάρχουν στα άτομα με κατάχρηση
οινοπνεύματος είναι οι κρίσεις πανικού, οι φοβίες διαφόρων τύπων και η
γενικευμένη αγχώδης διαταραχή». «Τέλος», ολοκληρώνει ο κ. Λιάππας, «θα
πρέπει να επισημάνουμε ότι ένα ποσοστό έως και 5% των χρόνιων
αλκοολικών μπορεί να εμφανίσει ψυχωσικού τύπου επεισόδια. Η αυξημένη
συννοσηρότητα ανάμεσα στις ψυχιατρικές διαταραχές και τον αλκοολισμό
επιβαρύνει την πρόγνωση της εξάρτησης από το οινόπνευμα και απαιτεί
ιδιαίτερους θεραπευτικούς χειρισμούς. Ο συνδυασμός ψυχοθεραπευτικής
υποστήριξης μαζί με φαρμακοθεραπεία, όπου αυτή απαιτείται, φαίνεται να
προσφέρει τα καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα.