Κάτω από το όριο της φτώχειας βρίσκονταν στη χώρα μας 838.910 νοικοκυριά με 2.190.933 μέλη, πολύ προτού ξεσπάσει η οικονομική κρίση. Σύμφωνα με την «έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών» που έγινε το 2007 και παρουσίασε χθες, Μεγάλη Πέμπτη, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία το ποσοστό της φτώχειας ανήλθε σε 20%. Η έρευνα στηρίχθηκε στα εισοδήματα του 2006, τα οποία ναι μεν βελτιώθηκαν από τότε αλλά για τα φτωχά νοικοκυριά η απόσταση από το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα, που ανερχόταν σε 21.000 ευρώ, εξακολουθεί να είναι τεράστια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής η φτώχεια αυξήθηκε στην Ελλάδα μεταξύ του 2004 και του 2006. Το 2004, όπως έδειξε η προηγούμενη έρευνα, το ποσοστό φτώχειας ήταν 19,6% του συνολικού πληθυσμού και κάλυπτε 832.456 οικογένειες με 2.088.101 άτομα. Το 2006 το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών ήταν 20% και κάλυπτε 838.910 οικογένειες με 2.190.933 άτομα. Σήμερα κανένας δεν γνωρίζει ποια είναι η κατάσταση.
«Κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανά άτομο» θεωρείται το ποσό των 6.120 ευρώ ετησίως, το οποίο αναλογεί σε εισόδημα περίπου 500 ευρώ μηνιαίως, και «κατώφλι κινδύνου φτώχειας για νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και δύο εξαρτώμενα παιδιά» θεωρείται το ποσό των 12.852 ευρώ ετησίως, που αναλογεί σε μηνιαίο εισόδημα 1.070 ευρώ.
Σημειώνεται ότι στο 20% του πληθυσμού που ζουν στη φτώχεια, κατά τη Στατιστική Υπηρεσία, δεν συμπεριλαμβάνονται ομάδες πληθυσμού που είναι κατά τεκμήριον φτωχές, όπως είναι οι άστεγοι (27.000 στην ελληνική επικράτεια), οι διαβιούντες σε ιδρύματα, οι Αθίγγανοι και ένα μέρος των λαθρομεταναστών από μη ευρωπαϊκές χώρες.
Η έρευνα έδειξε ότι οι συντάξεις μειώνουν το ποσοστό φτώχειας κατά 18,3 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα μειώνουν το ποσοστό της φτώχειας κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες και το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό της φτώχειας κατά 21,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι υψηλότερο στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες (21% και 20% αντίστοιχα). Τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά, με θήλυ μέλος, απειλούνται από τη φτώχεια σε ποσοστό 29%, ενώ τα αντίστοιχα με άρρεν μέλος σε ποσοστό 25%.
Οκίνδυνος φτώχειας για παιδιά 0-17 ετών ανέρχεται σε 23%, ποσοστό που συναντάται επίσης σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών. Εξάλλου το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των εργαζομένων ανέρχεται σε 14%, των μη εργαζομένων σε 25% και των ανέργων σε 35%.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν γονέα και τουλάχιστον με ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται στο 34% των νοικοκυριών αυτής της κατηγορίας, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τα νοικοκυριά με δύο γονείς και ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 20%.
Τα μέλη των νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσαν ότι η κατάσταση της υγείας τους είναι πολύ καλή ή καλή σε ποσοστό 68,9%, ενώ στα μη φτωχά άτομα το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 78,6%.
Σε ό,τι αφορά το λεγόμενο βάθος (χάσμα) της φτώχειας, το οποίο αναφέρεται στην εισοδηματική κατάσταση των ατόμων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, ανέρχεται σε 26%. Αυτό σημαίνει ότι το 50% των φτωχών κατέχει εισόδημα μεγαλύτερο από το 74% του ορίου της φτώχειας. Το μεγαλύτερο βάθος κινδύνου φτώχειας, σε ποσοστό 29%, εκτιμάται για τα άτομα ηλικίας 0-17 ετών.
Εξάλλου οι ανισότητες στα εισοδήματα εξακολουθούν να είναι μεγάλες, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΣΥΕ. Το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι έξι φορές υψηλότερο από το εισόδημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Λιγότερη μόρφωση, περισσότερη φτώχεια
Το επίπεδο εκπαίδευσης είναι ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη φτώχεια. Για παράδειγμα, το 40% όσων δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (αναλφάβητοι) ή δεν έχουν τελειώσει το δημοτικό απειλείται από τη φτώχεια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα άτομα που έχουν τελειώσει ανώτατη βαθμίδα (ΑΕΙ, ΤΕΙ, μεταπτυχιακά) μειώνεται στο 8%. Ενας άλλος παράγοντας είναι ο τόπος διαμονής των ατόμων. Τα μέλη των νοικοκυριών που διαμένουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές απειλούνται από τη φτώχεια περισσότερο από τα άτομα που διαμένουν σε πυκνοκατοικημένες και ενδιάμεσης πυκνότητας περιοχές. Ειδικότερα, η κατανομή φτωχών νοικοκυριών στις περιοχές της χώρας ανά βαθμό πυκνότητας πληθυσμού έχει ως εξής:
▅Στις αραιοκατοικημένες περιοχές ο κίνδυνος φτώχειας καλύπτει το 63% του συνόλου της φτώχειας.
▅Στις πυκνοκατοικημένες περιοχές ο κίνδυνος φτώχειας καλύπτει το 28% του συνόλου της φτώχειας.
▅Στις ενδιάμεσης πυκνότητας περιοχές ο κίνδυνος φτώχειας καλύπτει το 9%.
Οπως είναι φυσικό, τον κίνδυνο φτώχειας τον αντιμετωπίζουν εντονότερα τα άτομα τα οποία δεν έχουν δική τους κατοικία, δεν έχουν ιδιοκτησία και ζουν στο ενοίκιο. Στην περίπτωση αυτή, ο κίνδυνος φτώχειας αυξάνεται στο 23%, ενώ στους ιδιοκτήτες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 21%.
Το προφίλ των φτωχών σε αριθμούς
▅Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε ποσοστό 23%, ενώ για άτομα ηλικίας 18-24 ετών σε ποσοστό 24%.
▅Οι εργαζόμενοι κινδυνεύουν λιγότερο από τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (συνταξιούχους, νοικοκυρές κλπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των εργαζομένων ανέρχεται σε 14% (άνδρες 15% και γυναίκες 12%), των μη εργαζομένων σε 25% και των ανέργων σε 35%.
▅Ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας, κατά κατάσταση απασχόλησης, για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 13%, ενώ για αυτούς με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 27%.
▅Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία απειλούνται από φτώχεια κατά 20%, ενώ αυτά που διαμένουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία κατά 23%. Ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας για ηλικιωμένους 75 ετών και άνω, κατά ιδιοκτησιακό καθεστώς, ανέρχεται για μεν τους ιδιοκτήτες σε 33%, για δε τους ενοικιαστές σε 13%.
▅Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με εξαρτώμενα παιδιά και χωρίς εργαζόμενα μέλη ανέρχεται σε 47% του συνόλου των νοικοκυριών αυτής της κατηγορίας, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για νοικοκυριά χωρίς παιδιά και χωρίς εργαζόμενα μέλη ανέρχεται σε 25%.
▅Οι αμοιβές των μισθωτών ανδρών υπερτερούν των αντίστοιχων των γυναικών κατά 9%.