Σε εξομάλυνση της αγοράς των ιατρικών μηχανημάτων και αναλωσίμων υλικών προσβλέπουν οι προμηθευτές από την ερχόμενη χρονιά, εν όψει της ρύθμισης, εντός του πρώτου τριμήνου, των οφειλών των νοσοκομείων.
Κυρίως όμως αναμένεται η εξομάλυνση, εν όψει της αλλαγής που έχει εξαγγελθεί για το σύστημα προμηθειών, καθώς το ισχύον αποδείχθηκε ανεφάρμοστο και δημιούργησε πολλαπλά προβλήματα τόσο στις επιχειρήσεις από πλευράς πωλήσεων όσο και στο ίδιο το σύστημα υγείας, που αποτελεί το μοναδικό αγοραστή των προϊόντων.
Τα τελευταία χρόνια, η αδυναμία πραγματικής λειτουργίας της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας (ΕΠΥ) οδήγησε σε σειρά εξωσυμβατικών προμηθειών, δημιουργώντας σοβαρά νομικά προβλήματα και εμπλοκές με το κοινοτικό δίκαιο κατάργησαν τις αποφάσεις προσδιορισμού ανώτατων τιμών.
Ομως η συνολικότερη απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας και η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα υγείας έστρεψαν τις προμηθεύτριες επιχειρήσεις σε ιδιωτικές κλινικές και διαγνωστικά κέντρα, ανεβάζοντας τη συμβολή της ιδιωτικής υγείας στους κύκλους εργασιών των προμηθευτριών εταιρειών ακόμη και στο 30%, όταν προ τριετίας περιορίζονταν στο 10%.
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια του 2009, υλοποιήθηκαν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές που είχαν ήδη ανακοινωθεί, οπότε τα αποτελέσματα των εταιρειών Biochem, Ομικρον, Labomed και Μέντιμεκ – Γερολυμάτος περιλαμβάνονται στον Ομιλο Alapis, ενώ η Dade Behring στα αποτελέσματα της Siemens
Τάσεις
Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατης μελέτης της Hellastat για τον κλάδο, η αγορά του ιατρικού εξοπλισμού την τελευταία εξαετία αναπτύσσεται διαρκώς, με μέσο ρυθμό 13,7% σε ετήσια βάση. Πριν από το 2004, καταλυτικό παράγοντα ανόδου αποτέλεσαν οι δημόσιες επενδύσεις στο πλαίσιο της Ολυμπιακής προετοιμασίας.
Γενικότερα, οι ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης βασίζονται σε ένα πλέγμα θετικών παραγόντων, που σχετίζονται με το επιχειρηματικό, τεχνολογικό, δημογραφικό και επιδημιολογικό περιβάλλον που χαρακτηρίζει τον ευρύτερο τομέα υγείας και συγκεκριμένα:
– στη γιγάντωση των ιδιωτικών ομίλων παροχής υπηρεσιών υγείας, οι οποίοι επιδιώκουν την ισόρροπη ανάπτυξη του ξενοδοχειακού εξοπλισμού, της γεωγραφικής παρουσίας, της υλικοτεχνικής υποδομής και του ανθρώπινου παράγοντα,
– στην εξάπλωση των πολυάριθμων ιδιωτικών εργαστηρίων και διαγνωστικών κέντρων,
– στη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού της χώρας,
– στις ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις, ιδίως στο πεδίο της βιοϊατρικής, οι οποίες υποστηρίζουν τα επιτεύγματα της ιατρικής επιστήμης (και vice-versa),
– στην έκθεση του πληθυσμού σε νοσογόνους καταστάσεις.
Η αγορά του δημόσιου τομέα εκτιμάται ότι αποφέρει στον κλάδο περίπου το 80% του συνολικού κύκλου εργασιών, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους των νοσοκομείων του ΕΣΥ και της υψηλής ζήτησης σε είδη αναλωσίμων. Ωστόσο, οι υπέρογκες οφειλές των δημόσιων νοσοκομείων έχουν προσανατολίσει πολλές εταιρείες του κλάδου σε αναπροσαρμογή της εμπορικής τους πολιτικής, οι οποίες πλέον επιδιώκουν την ενίσχυση των πωλήσεων προς τις ιδιωτικές κλινικές, οι οποίες πληρώνουν αμεσότερα.
Το 72% των ιατρικών μηχανημάτων είναι εγκατεστημένο σε νοσοκομεία του δημόσιου τομέα, αναφορικά όμως με τους αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους, οι μονάδες του ΕΣΥ εμφανίζουν σαφή υστέρηση έναντι των ιδιωτικών θεραπευτηρίων.
Ο ανταγωνισμός κυμαίνεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε τομείς της αγοράς όπου δεν υπάρχει διαφοροποίηση, όπως τα ορθοπεδικά είδη. Ο κατακερματισμός της αγοράς σε πολυάριθμες επιχειρήσεις συντηρεί το ανταγωνιστικό κλίμα.
Οι τομείς στους οποίους επικεντρώνονται οι εταιρείες του κλάδου, προκειμένου να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, είναι η εξυπηρέτηση, η προβολή των brand names, οι συνεργασίες με γιατρούς και οι τρόποι πληρωμής.
Ο ιατρικός εξοπλισμός, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο, βασίζεται στην πρόοδο της ιατρικής τεχνολογίας και την ανάπτυξη νέων μεθόδων, που παρέχουν ακριβέστερη διάγνωση και θεραπεία, αλλά και έγκαιρη πρόληψη νοσημάτων. Οι εγχώριες εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν άμεσα τις εξελίξεις της διεθνούς ιατροτεχνολογικής επιστήμης, μέσω των συνεργασιών / υπηρεσιών αντιπροσώπευσης με πολυεθνικούς οίκους.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην εισαγωγή και διάθεση βιοτεχνολογικών μηχανημάτων, για τα οποία εκδηλώνεται αυξημένη ζήτηση από τις ιδιωτικές -κυρίως- εταιρείες παροχής υπηρεσιών υγείας.
Τα προϊόντα αυτά βασίζονται στη σύγκλιση διαφόρων τεχνολογιών (ιατρική, μηχανική, πληροφορική, οπτική κ.λπ.) και πλεονεκτούν έναντι του παλαιότερου εξοπλισμού, καθώς συντελούν στη μείωση του χρόνου θεραπείας των ασθενών, ενώ επιτυγχάνεται μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ακρίβεια στις διενεργηθείσες ιατρικές εργασίες.
Τονίζεται επίσης ότι οι αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα έχουν παρουσία μέσω κάποιου αντιπροσώπου ή θυγατρικής, ενώ δεν καταφεύγουν στη λύση του υποκαταστήματος, καθώς στην τελευταία περίπτωση η νομοθεσία των ΗΠΑ είναι πιο αυστηρή («Health Care Compliance»), περιορίζοντας τα περιθώρια κέρδους τους. Αντιθέτως, οι αντιπρόσωποι μπορούν να προσφέρουν μεγαλύτερες προμήθειες, ακόμα και πάνω από 30%.
Εκπρόσωποι του κλάδου εκτιμούν ότι, την επόμενη τριετία, ο ρυθμός ανάπτυξης της αγοράς -υπό το βάρος των δυσλειτουργιών του δημόσιου τομέα- θα υποχωρήσει περίπου στο +8% ετησίως.
Προβλήματα του κλάδου
Η έκθεση της Hellastat επισημαίνει ότι το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες ιατρικού εξοπλισμού αποτελούν τα διαρκώς αυξανόμενα χρέη των δημόσιων νοσοκομείων, λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων στην τακτοποίηση των οφειλών τους, ακόμη και από το 2004. Ειδικότερα, το συνολικό χρέος των μονάδων του δημόσιου τομέα προς τους προμηθευτές – μέλη του ΣΕΠ στα τέλη του 2008 είχε διαμορφωθεί σε 1,65 δισ. ευρώ, ενώ προς τις εταιρείες ορθοπεδικού υλικού σε 805 εκατ. ευρώ.
Οι καθυστερήσεις πληρωμής προκαλούν προβλήματα ρευστότητας, αυξάνοντας τις ανάγκες χρηματοδότησης με κεφάλαιο κίνησης, όταν την ίδια στιγμή και η δανειοδότηση των επιχειρήσεων δεν είναι πλέον τόσο εύκολη όσο στο παρελθόν, καθώς η τρέχουσα περίοδος οικονομικής κρίσης έχει οδηγήσει τις τράπεζες στην αναδιάρθρωση της πιστωτικής τους πολιτικής, γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω τη θέση των εταιρειών. Παράλληλα, η αβεβαιότητα σχετικά με το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι προμηθευτές πληρώνονται δεν τους επιτρέπει να καταρτίσουν και να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες εμπορικές στρατηγικές.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα υπέρογκα χρέη του Δημοσίου, οι προμηθευτές καθορίζουν τις τιμές των προϊόντων και υλικών τους σε υψηλότερα επίπεδα, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τα υψηλότερα κόστη διαχείρισης των απαιτήσεων που υφίστανται. Στην περίπτωση που οι οφειλές τακτοποιούνταν έγκαιρα, τότε τα προϊόντα του κλάδου θα προσφέρονταν σε καλύτερες τιμές, ενώ θα μπορούσαν να αποκτηθούν μηχανήματα πιο προηγμένης τεχνολογίας.
Τα διαρκώς αυξανόμενα χρέη και το προβληματικό σύστημα προμηθειών έχουν ήδη προκαλέσει την αποχώρηση ορισμένων προμηθευτών από τον κλάδο, κάτι το οποίο αναμένεται να ενταθεί και στο άμεσο μέλλον, αν δεν τακτοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές αυτές αδυναμίες του ΕΣΥ.
Γενικότερα, τα δημόσια νοσοκομεία χαρακτηρίζονται από ανεπαρκείς διοικητικές υποδομές και διαδικασίες, κάτι που σε συνδυασμό με το προβληματικό σύστημα προμηθειών οδηγεί σε ανυπαρξία σχεδιασμού, μη ορθολογική κατανομή των πόρων και τεχνολογική υστέρηση συγκριτικά με τον ιδιωτικό τομέα. Παράλληλα, δεν διενεργούνται έλεγχοι αναφορικά με τα έτη λειτουργίας και την απόσυρση του εξοπλισμού, ενώ δεν τηρούνται οι προδιαγραφές προφύλαξης, κάτι το οποίο αποτελεί κοινή πρακτική σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Μειονέκτημα επίσης για τον εγχώριο κλάδο -και ειδικότερα για τις μικρότερες και πιο νέες επιχειρήσεις- αποτελεί και η δυσκολία εξεύρεσης μεγάλου συνεργαζόμενου προμηθευτή από το εξωτερικό, καθώς οι πιο γνωστοί διεθνείς οίκοι ήδη συνεργάζονται με ελληνικές εταιρείες.
Αρκετά προβληματική θεωρείται και η εξεύρεση κατάλληλου προσωπικού για τη στελέχωση των τμημάτων πωλήσεων, καθώς ζητείται προηγούμενη εμπειρία από τον ιατρικό κλάδο.
Προοπτικές
Θετικές προοπτικές για τον κλάδο εντοπίζονται στις γειτονικές βαλκανικές χώρες (π.χ. Βουλγαρία και Ρουμανία, οι οποίες αποτελούν πλέον μέλη της Ε.Ε.), οι οποίες είναι αναπτυσσόμενες οικονομίες με ελλιπείς υποδομές υγείας. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος τομέας έχει αξιοποιηθεί μόνο από τις πολυεθνικές εταιρείες και εγχώριους προμηθευτές μεγάλου μεγέθους, μέσω σχετικών διαγωνισμών.
Η τάση αυτή ενισχύεται και από τις επενδύσεις σε κλινικές και διαγνωστικά κέντρα που έχουν υλοποιήσει εγχώριοι όμιλοι παροχής υπηρεσιών υγείας (αναφέρονται χαρακτηριστικά τα διαγνωστικά κέντρα του Ιατρικού Κέντρου στη Ρουμανία και οι εξαγορές των Υγεία και Euromedica σε Τουρκία και Αλβανία αντίστοιχα).
Ακόμα, αρκετές δυσλειτουργίες της αγοράς θα επιλυθούν με την εγκατάσταση μηχανογράφησης διπλογραφικού συστήματος και logistics στα λογιστήρια και στις αποθήκες των δημόσιων νοσοκομείων, προκειμένου να βελτιωθούν οι διαδικασίες των παραγγελιών.
Επίσης, η διενέργεια μικρότερου μεγέθους διαγωνισμών αναμένεται να καταστήσει τη διαδικασία προμηθειών πιο ευέλικτη και άμεση.
Τέλος, οι εταιρείες που προμηθεύουν αξονικούς τομογράφους αναμένεται να επωφεληθούν, εφόσον οι ιδιωτικοί όμιλοι πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας κάνουν χρήση πρόσφατης Υπουργικής Απόφασης, η οποία τροποποίησε τα πληθυσμιακά κριτήρια για την εγκατάσταση των μηχανημάτων αυτών, καθιστώντας έτσι δυνατή την απόκτηση περισσότερων αδειών από τους ιδιώτες.
ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΔΟΜΑΡΚΑΚΗ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΚΚΑΣ