Πάνω από 2 εκατομμύρια ασφαλισμένοι του ιδιωτικού τομέα αποκλείονται από την πρόσθετη παροχή του «εφάπαξ»
Της Χριστινας Κοψινη
Στην ομάδα των χωρών με τις υψηλότερες συνταξιοδοτικές επιβαρύνσεις, όχι μόνο των δημόσιων οικονομικών αλλά και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας κατατάσσεται η Ελλάδα. Τα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλει ο ιδιωτικός τομέας για σύνταξη (20% των αποδοχών) αναδεικνύουν την Ελλάδα, στις πρώτες θέσεις της ασφαλιστικής επιβάρυνσης και του έμμεσου εργασιακού κόστους, μπροστά και από τις χώρες που έχουν εξασφαλίσει καλύτερο επίπεδο συνταξιοδοτικών παροχών, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία.
Aν στις κρατήσεις για συντάξεις των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ προστεθούν οι εισφορές για ασθένεια, εργατική κατοικία, προστασία από την ανεργία και για τα βαρέα και ανθυγιεινά (τα οποία υπολογίζονται στο 3,60% επί των αποδοχών) καταλήγουμε σε ένα κατάλογο 16 διαφορετικών υπο-κρατήσεων που αθροιστικά ανεβάζουν τη συνολική επιβάρυνση σε ποσοστό πάνω από 50%.
Ανισότητες
Ομως, παρ’ όλο το κόστος για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους, πάνω από 2 εκατομμύρια ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ αποκλείονται από πρόσθετες συνταξιοδοτικές παροχές τις οποίες απέκτησαν στο παρελθόν οι προστατευμένες «κλειστές» ασφαλιστικές ομάδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «εφάπαξ», μια παροχή που ευνοεί μόνο δημόσιους υπαλλήλους, εργαζομένους, του ΟΤΕ, της ΔΕΗ, των άλλων ΔΕΚΟ, των τραπεζών και γιατρούς, δικηγόρους και μηχανικούς. Οι μόνοι που αποκλείονται είναι οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ. Βεβαίως και οι αγρότες –αλλά, τουλάχιστον, αυτοί καταβάλλουν συμβολικές εισφορές.
Το εφάπαξ δεν συνιστά, απλώς, μια ακόμη ελληνική ιδιοτυπία (συναντάται στον ευρωπαϊκό Νότο, ως πρόσθετη κάλυψη των δημόσιων υπαλλήλων και σε αναπτυσσόμενες χώρες). Η στέρησή του από τον ιδιωτικό τομέα θέτει και μια διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της εργασίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αναδεικνύοντας τις αδικίες του ασφαλιστικού συστήματος. Οι κλάδοι πρόνοιας – εφάπαξ δημιουργήθηκαν από επαγγελματικές ομάδες που εξασφάλισαν κεκτημένα αξιοποιώντας το ιδιοκτησιακό καθεστώς του δημοσίου των επιχειρήσεων, στις οποίες απασχολούνταν. Αυτό ήταν και το συγκριτικό πλεονέκτημα της μεγάλης διαπραγματευτικής πίεσής τους που οδήγησε σε ασφαλιστικές διατάξεις απείρως πιο ευνοϊκές από αυτές που ίσχυσαν για τον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη και σήμερα, οι τραπεζοϋπάλληλοι των οποίων τα ταμεία συγχωνεύτηκαν στο ΙΚΑ, αντλούν την υπεροχή των ασφαλιστικών παροχών από εκείνη την εποχή των μεγάλων δημόσιων τραπεζών και, παρότι καταβάλλουν εισφορές ΙΚΑ, αποσπούν υψηλότερες συντάξεις και παροχές από αυτές του ΙΚΑ.
Κυβερνήσεις, κόμματα και συνδικάτα όχι μόνο δεν «πίεσαν» ανάλογα για τη δημιουργία ενός αντίστοιχου κλάδου εφάπαξ στο ΙΚΑ, αντιθέτως το χρησιμοποίησαν εν είδει «τιμωρίας» για την επιχειρηματική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα. Τούτο προκύπτει από την εφαρμογή, έως και σήμερα του βασιλικού νόμου 3198/55, βάσει του οποίου η επιχείρηση καταβάλλει στον εργαζόμενο που συνταξιοδοτείται το 40% της αποζημίωσης που θα δικαιούνταν στην περίπτωση απόλυσής του. Ενα μέτρο που λειτουργεί ως ένα εν μέρει αντιστάθμισμα για την απουσία εφάπαξ στον ιδιωτικό τομέα, αλλά δεν συνδέεται με την ασφάλιση και επιβαρύνει τις επιχειρήσεις. Σήμερα, στις ΔΕΚΟ και τις Τράπεζες τα ποσά εφάπαξ για 35 έτη υπηρεσία κυμαίνονται από 70.000 έως 180.000 ευρώ, ακόμη και 200.000 ευρώ. Στο Δημόσιο το εφάπαξ ποσό κυμαίνεται από 40.000 έως 60.000 ευρώ, στους υγειονομικούς από 3.000 έως 4.000 ευρώ, ενώ από 15.000 έως 45.000 είναι το ποσά που λαμβάνουν οι δικηγόροι. Χαμηλότερου ύψους εφάπαξ από 15.000 έως 25.000 λαμβάνουν εργολήπτες δημόσιων έργων και μηχανικοί.
Περιπέτειες
Βεβαίως, πολλές από τις ανισορροπίες του ασφαλιστικού οφείλονται στον συγκυριακό τρόπο με τον οποίο δομήθηκε το ασφαλιστικό σύστημα στη χώρα. Επί παραδείγματι, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 μια κυβερνητική απόφαση για πάγωμα των αυξήσεων στους μισθούς του Δημοσίου ήταν αυτή που οδήγησε στην προσωρινή (αρχικώς επρόκειτο μόνο για δύο χρόνια) κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλαν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Τελικώς, τα δύο χρόνια έγιναν 30. Και μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επαναθεσμοθετήθηκε η υποχρέωση να καταβάλουν και οι δημόσιοι υπάλληλοι ασφαλιστική εισφορά.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1997, επί υπουργίας Αποστολάτου, στην πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή υπήρξε η δυνατότητα να δημιουργηθεί ένας κουμπαράς για εφάπαξ των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ από τις «εισφορές υπέρ αγνώστων» που δεν ήταν παρά τα τέλη και πρόστιμα για αυθαίρετες οικοδομές στην Αττική. Μάλιστα, υπέρ της πρότασης εισηγήθηκε και ο τότε γενικός διευθυντής του ΙΚΑ, αλλά δεν δόθηκε συνέχεια.
Πολυμορφία εισφορών και αποδοχών
Το εφάπαξ δεν είναι η μοναδική διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό του ασφαλιστικού συστήματος. Ο κατάλογος είναι μακρύς ακόμη κι αν δεν υπάρχουν ταυτόσημα κριτήρια για να αποτιμηθεί το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών σε κάθε μία ειδική κατηγορία εξαιτίας των διαφορετικών συστημάτων καταβολής εισφορών από κλάδο σε κλάδο. Επί παραδείγματι, οι δικηγόροι εκτός από τα διάφορα τέλη και κρατήσεις (π.χ. 3% στην αμοιβή για σύμπραξη στα συμβόλαια ή καταβολή από 0,60% – 9,20 ευρώ για κάθε κατάθεση δικόγραφου ή για κάθε παράσταση) καταβάλλουν και εισφορά, η οποία για τα πρώτα πέντε έτη ορίζεται σε 64,60 ευρώ μηνιαίως ενώ μετά τα πέντε η εισφορά ανέρχεται στα 129,60 ευρώ. Πολυμορφία εισφορών παρατηρείται και στους υγειονομικούς. Οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν από 105,20 έως 175,35 ευρώ μηνιαίως, οι αυταπασχολούμενοι 42,50 ευρώ, οι έμμισθοι υγειονομικοί 2,55% επί των πάσης φύσεως αποδοχών. Μεγάλες διαφορές παρουσιάζουν και οι εισφορές των μηχανικών (από 19,80 έως 39,60 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες, 2,15% για τους έμμισθους, 3% επί του συνόλου των αποδοχών με ανώτατο όριο το πλαφόν του ΙΚΑ). Οι ανισότητες του συστήματος είναι εμφανείς στο επίπεδο των παροχών. Ακόμη και το ανώτατο πλαφόν σύνταξης είναι χαμηλότερο στο ΙΚΑ (2.373 ευρώ) από το αντίστοιχο των ΔΕΚΟ (2.773 ευρώ). Ωστόσο, το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι στα ειδικά ταμεία ακόμη το πλαφόν παρακάμπτεται. Επίσης, οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ δεν έχουν τη δυνατότητα πολλαπλής ασφάλισης για την ίδια εργασία. Αντιθέτως, οι ελεύθεροι επαγγελματίες γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί μπορούν να πάρουν δύο κύριες συντάξεις, από το Δημόσιο και το ΤΣΜΕΔΕ και πάνω από μια επικουρική σύνταξη (Ταμείο Αρωγής, Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων, ΤΣΜΕΔΕ-ΕΛΠΕ).