Πόλεμος στα βιοχημικά εργαστήρια

Οι μικροβιολόγοι, οι επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων και η χρέωση των εξετάσεων στα ασφαλιστικά ταμεία

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΙΩΑΝΝΑΣΟΥΦΛΕΡΗ

 

Την έντονη αντίδραση των βιοπαθολόγων (νεότερη ονομασία των γιατρών μικροβιολόγων) προκάλεσε το προχθεσινό δημοσίευμα του «Βήματος», σύμφωνα με το οποίο το ΙΚΑ και τα άλλα δημόσια Ταμεία καλούνται να πληρώσουν για ιατρικές εξετάσεις ποσά τα οποία υπερβαίνουν κατά χιλιάδες φορές το αληθινό κόστος. Ειδικότερα, η σύγκριση των τιμών κόστους των εργαστηριακών εξετάσεων (όπως προκύπτει από τον επίσημο τιμοκατάλογο του συνεταιρισμού των βιοπαθολόγων) με τις τιμές που χρεώνονται τα Ταμεία για αυτές κατέδειξε ότι πληρώνουμε από 300% έως και 3.200% παραπάνω! Ταυτοχρόνως το δημοσίευμα ανέδειξε τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση δύο επαγγελματικών ομάδων, των γιατρών βιοπαθολόγων και των επιστημόνων άλλων ειδικοτήτων που εργάζονται στα βιοχημικά εργαστήρια (χημικών, βιοχημικών και βιολόγων).

Απαντώντας στο δημοσίευμά μας η Πανελλήνια Ενωση Ιατρικής Βιοπαθολογίας απέστειλε επιστολή στην οποία δεν αμφισβητεί την ορθότητα των τιμών που δημοσιεύσαμε. Τις αιτιολογεί ωστόσο επικαλούμενη:

1. Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι «για την προμήθεια εξοπλισμού υψηλής ποιότητας και την πραγματοποίηση οικονομιών κλίμακας».

2. Το υψηλό κόστος λειτουργίας των εργαστηρίων. «Για ένα εργαστήριο που υποδέχεται περίπου 15 ασθενείς ημερησίως,η μηνιαία δαπάνη ανέρχεται σε 2.000 ευρώ. Μισθός παρασκευάστριας μεικτά 1.300 ευρώ,μισθός καθαρίστριας μεικτά 1.000 ευρώ,φως,νερό,τηλέφωνο μηνιαίως 1.100 ευρώ, ασφάλιση κτιρίου και περιεχομένου 150 ευρώ μηνιαίως, ασφάλιση γιατρού στο ΤΣΑΥ 250 ευρώ,διάφορα μικροέξοδα,καφέδες, κεράσματα επισκεπτών κτλ.100 ευρώ τον μήνα. Να υπολογίσουμε και έναν μισθό επιμελητή Α΄ του ΕΣΥ για τον γιατρό 1.600 ευρώ; Να πληρώσουμε και τον λογιστή άλλα 200 ευρώ τον μήνα; O λα αυτά μάς κάνουν σύνολο μηνιαίων εξόδων 9.000 ευρώ περίπου».

Το προχθεσινό δημοσίευμα του «Βήματος» βασίστηκε σε επιστολή που απέστειλε στον υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης κ. Δ. Αβραμόπουλο ο πρόεδρος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Βιολόγων (ΠΕΒ) κ. Μάνος Παπαδάκης, με στόχο να επισημάνει τις επιπτώσεις του κλειστού, όπως το χαρακτηρίζει, επαγγέλματος των βιοπαθολόγων στα οικονομικά της υγείας. Σε αυτήν:

1. Γινόταν λόγος για «μοναδικά στον κόσμο συντηρούμενη απαγόρευση σε επιστημονικούς κλάδους- πλην εκείνου των βιοπαθολόγων- να ειδικευτούν και να ασχοληθούν επαγγελματικά με αντικείμενα όπως της βιοχημείας,της ανοσοβιολογίας,της μικροβιολογίας, της αιματολογίας, της αιμοδοσίας, της μοριακής βιολογίας και της γενετικής».

2. Σημειωνόταν ότι «η πολυθεματική ειδικότητα της βιοπαθολογίας (μικροβιολογίας) δεν υφίσταται σε άλλη χώρα της ΕΕ και ενέχει επιστημονικές και εκπαιδευτικές πρωτοτυπίες που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Σε όλες τις άλλες χώρες σε αντίστοιχο χρόνο εκπαίδευσης αποκτούν μονοθεματική ειδικότητα, π.χ. μόνο στη βιοχημείαή στην αιματολογία ή στην ανοσοβιολογία».

3. Προτεινόταν «να επανεξετασθεί άμεσα από ανεξάρτητη επιτροπή (αρχή) η κοστολόγηση των εξετάσεων με γνώμονα το πραγματικό λειτουργικό τους κόστος και να απελευθερωθεί η εκπαίδευση και η επαγγελματική απασχόληση άλλων πτυχιούχων σύμφωνα με τα όσα ισχύουν σε όλες τις πολιτισμένες χώρες».

Στην επιστολή της Πανελλήνιας Ενωσης Ιατρικής Βιοπαθολογίας τονίζεται το μακρόχρονο της φοίτησης των βιοπαθολόγων: «Μετά την εξαετή φοίτησή τους σε Ιατρική Σχολή,ειδικεύονται επί 5 έτη σε νοσηλευτήριο του ΕΣΥ.Κατά τη διάρκεια της ειδίκευσης εκπαιδεύονται στην παθολογία (12 μήνες), στη βακτηριολογία (18 μήνες),στην ιατρική βιοχημεία (12 μήνες), στην εργαστηριακή αιματολογία και αιμοδοσία (12 μήνες) και στην εργαστηριακή ανοσολογία (6 μήνες), όπως ακριβώς οι ισπανοί,ιταλοί,γάλλοι, πορτογάλοι και οι λοιποί ευρωπαίοι συνάδελφοί τους».

Σύμφωνα με την ίδια επιστολή, «η επίθεση του προέδρου της Πανελλήνιας Ενωσης Βιολόγων κ. Παπαδάκη δηλώνει πλήρη άγνοια των όρων λειτουργίας ενός εργαστηρίου- κάτι που δεν εκπλήσσει, αφού το αντικείμενο βρίσκεται εκτός του επιστημονικού του πεδίου.Αλλωστεο πραγματικός λόγος της επίθεσής του βρίσκεται στην προσπάθειά μας να τεθεί τέλος στην απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί σε 10 μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας, όπου τα βιοχημικά εργαστήρια λειτουργούν χωρίς γιατρούς βιοπαθολόγους, αλλά με συναδέλφους του κ. Παπαδάκη και άλλους επιστήμονες χωρίς ιατρικές γνώσεις,με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία…».

Αυτές οι τελευταίες φράσεις είναι αποκαλυπτικές της μακρόχρονης αντιπαράθεσης μεταξύ των γιατρών βιοπαθολόγων και των γιατρών άλλων ειδικοτήτων, όπως χημικών βιοχημικών και βιολόγων, που εργάζονται στα βιοχημικά εργαστήρια των νοσοκομείων (βλ. χρονικό της αντιπαράθεσης). Οπως σημείωσε μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Νίκος Γαλιατσάτος , πρόεδρος της Ενωσης Κλινικών Χημικών (συνδικαλιστικό όργανο των μη γιατρών που απασχολούνται σε βιοχημικά εργαστήρια του ΕΣΥ), «εδώ και 35 χρόνιαη πλειονότητα των βιοχημικών εργαστηρίων των μεγάλων νοσοκομείων της χώρας λειτουργεί υπό τη διεύθυνση των ειδικευμένων επιστημόνων στο αντικείμενο της κλινικής χημείας,χωρίς να έχει κινδυνεύσει η δημόσια υγεία, παρά τις συνεχείς κατηγορίες των βιοπαθολόγων για το αντίθετο. Και ενώ τα βιοχημικά εργαστήρια στα δημόσια νοσοκομεία λειτουργούν εύρυθμα, στη χώρα μας παρατηρείται το εξής παράδοξο:αν υποτεθεί ότι κάποιος από τους μη γιατρούς διευθυντές βιοχημικών εργαστηρίων μεγάλων νοσοκομείων αποφασίσει να παραιτηθεί από το ΕΣΥ και να ιδιωτεύσει,δεν θα μπορεί!Η πολιτεία έχει φροντίσειμε το Προεδρικό Διάταγμα 84 του 2001να απαγορεύσει σε μη γιατρούς να διατηρούν εργαστήρια ιατρικών εξετάσεων, πράγμα το οποίο ισχύει μόνο στην Ελλάδα.Σήμερα έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση υποχωρώντας στις συντεχνιακές πιέσεις των βιοπαθολόγων θα άρει το παραπάνω παράδοξο αποσύροντας τον νόμο Παπαδόπουλου! Αυτό θα ήταν εντελώς αντίθετο σε κάθε διεθνή πρακτική,καθώς οι επιστήμονες που μετέχουν σε διεπιστημονικά πεδία, όπως αυτό της κλινικής χημείας, έχουν ισότιμη θεσμική αντιμετώπιση παγκοσμίως».

Στο www.tovima.gr τα πλήρη κείμενα των επιστολών Από καταβολής ΕΣΥ η αντιπαράθεση
ν Από καταβολής ΕΣΥ (1983) στα βιοχημικά εργαστήρια των νοσοκομείων και των Ταμείων απασχολούνται κατά πλειοψηφία χημικοί, βιοχημικοί και βιολόγοι.

ν Παρά τη συνεχή παρουσία τους, αυτοί αποτέλεσαν κλάδο του ΕΣΥ (κλάδος ΕΣΥ, Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης Χημικοί, Βιοχημικοί και Βιολόγοι) μόλις το 1997 επί υπουργίας Κ. Γείτονα.

ν Χρειάστηκε ωστόσο ο νόμος Παπαδόπουλου (2889/2001) για να μπορέσουν οι παραπάνω επιστήμονες να διεκδικήσουν διευθυντικές θέσεις. (Για την ακρίβεια, να «ξαναδιεκδικήσουν» αφού το δικαίωμά τους αυτό προβλεπόταν το 1983, αλλά αφαιρέθηκε με νόμο το 1992 επί υπουργίας Γ. Σούρλα.)

ν Ειδικότερα, ο νόμος Παπαδόπουλου προβλέπει ότι σε ιατρικά τμήματα με επιστημονική αυτοτέλεια προΐσταται γιατρός που κατέχει οργανική θέση με βαθμό διευθυντή «ή άλλος επιστήμονας της ιατρικής υπηρεσίας με βαθμό διευθυντή».

ν Βάσει του νόμου αυτού υπάρχουν σήμερα μη γιατροί διευθυντές βιοχημικών τμημάτων πολύ μεγάλων νοσοκομείων της χώρας (ΚΑΤ, Σισμανόγλειο, Παίδων Αγία Σοφία, Αγιος Σάββας, Τζάνειο, Α. Συγγρός, Αττικό, Πανεπιστημιακό Ιωαννίνων, Βενιζέλειο Ηρακλείου κτλ.).

ν Επανειλημμένως η Πανελλήνια Ενωση Ιατρικής Βιοπαθολογίας έχει καταθέσει εξώδικες δηλώσεις στο υπουργείο Υγείας προκειμένου να αποτρέψει τον διορισμό μη γιατρών σε διευθυντικές θέσεις βιοχημικών εργαστηρίων των νοσοκομείων.

ν Εως σήμερα οι εξώδικες δηλώσεις δεν είχαν αποτέλεσμα. Στις απαντήσεις του υπουργείου γίνεται επίκληση στην υφιστάμενη νομοθεσία για τη μη ικανοποίηση των αιτημάτων των βιοπαθολόγων. ν Με το Προεδρικό Διάταγμα 84 του 2001 απαγορεύεται σε μη γιατρούς να διατηρούν ιδιωτικά βιοχημικά εργαστήρια.

ν Η Πανελλήνια Ενωση Ιατρικής Βιοπαθολογίας συνεχίζει την προσπάθεια να τεθεί τέλος στην απαράδεκτη, όπως τη χαρακτηρίζουν, «κατάσταση που επικρατεί σε 10 μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας, όπου τα βιοχημικά εργαστήρια λειτουργούν χωρίς γιατρούς βιοπαθολόγους».