Χωρίς αποτέλεσμα η αναζήτηση θεραπείας στις ΗΠΑ για το 50% των Ελλήνων ασθενών – Δημιουργείται δίκτυο για τη διευκόλυνσή τους
Της Λινας Γιανναρου
Στο 50% των περιπτώσεων, η μετάβαση Ελλήνων ασθενών στις ΗΠΑ σε αναζήτηση θεραπείας είναι άσκοπη. Αυτό επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο β΄ αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ιατρικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης και επίκουρος καθηγητής Χειρουργικής στο Mount Sinai School of Medicine, κ. Γιώργος Τσιούλιας. Οπως λέει, είναι πάρα πολλοί οι ασθενείς, καθώς και οι οικογένειές τους, που υποβάλλονται χωρίς λόγο στο ψυχολογικό στρες ενός τέτοιου ταξιδιού, ενώ είτε θα μπορούσαν να βρουν τη συγκεκριμένη θεραπεία στην Ελλάδα είτε οι ελπίδες που κάποιοι τους έχουν καλλιεργήσει είναι μάταιες. Ακόμα περισσότερες είναι οι περιπτώσεις –αποκαλύπτει ο ίδιος– των ασθενών που φθάνοντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εξαπατώνται, ώστε να «αγοράσουν» ακριβότερες ιατρικές υπηρεσίες από αυτές που χρειάζονται. Διευκρινίζεται ότι η επισήμανση του διακεκριμένου επιστήμονα σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει στη χώρα μας σχετικά με την επιλογή μεθόδου αντιμετώπισης του προβλήματος υγείας του Αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου.
Είναι γεγονός ότι πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή –ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’90– που η μετάβαση ενός ασθενούς με σοβαρό πρόβλημα υγείας σε νοσοκομείο του εξωτερικού (αρχικά κυρίως στη Βρετανία και μετέπειτα στις ΗΠΑ) εθεωρείτο μονόδρομος – για όσους βέβαια είχαν την οικονομική δυνατότητα. Οι συνθήκες περίθαλψης στην Ελλάδα έχουν βελτιωθεί αισθητά, το ίδιο και το επίπεδο του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού (δεν χάνουν ευκαιρία οι γιατροί να τονίζουν ότι «τώρα, όχι μόνο δεν φεύγουμε, αλλά δεχόμαστε εμείς ξένους»). Λιγότερο όμως στα χαρτιά και περισσότερο στη συνείδηση των Ελλήνων, η Αμερική παραμένει ενός είδους ιατρική Γη της Επαγγελίας.
Δύο κάθε εβδομάδα
«Μόνο εγώ, βλέπω έναν με δύο ασθενείς από την Ελλάδα κάθε εβδομάδα!» λέει ο κ. Τσιούλιας. Κυρίως πρόκειται για καρκινοπαθείς, καθώς ο κ. Τσιούλιας είναι ένας από τους επιφανέστερους επιστήμονες στις ΗΠΑ στην έρευνα για τον καρκίνο, κυρίως του πεπτικού συστήματος, όπως και στη χημειοπροφύλαξη. «Δυστυχώς, πάρα πολλοί ασθενείς πέφτουν θύματα ψυχολογικού εκβιασμού. Μερικά κέντρα μάλιστα ξεπερνούν συχνά τα όρια της ιατρικής δεοντολογίας. Αυτό ωστόσο δημιουργεί αβάσταχτη ψυχολογική και οικονομική πίεση στις οικογένειες. Και βέβαια αποτελεί ανοικτό θέμα για τα ασφαλιστικά ταμεία».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η δαπάνη της κάλυψης νοσηλίων στις ΗΠΑ μόνο για το ΙΚΑ έφθασε το 2006 τα 5,46 εκατομμύρια ευρώ, έναντι 1,39 εκατ. ευρώ το 1990. Συνολικά, την ίδια χρονιά το ΙΚΑ δαπάνησε 17,65 εκατ. ευρώ για τη νοσηλεία 617 ασθενών στο εξωτερικό. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1990, η οικονομική αιμορραγία του ταμείου για νοσήλια εξωτερικού έφθανε τα 12,40 εκατ. ευρώ, αλλά αφορούσε 2.581 ασθενείς.
Η λύση του προβλήματος, όμως, έρχεται κι αυτή από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Με πρωτοβουλία του ιδιαίτερα δραστήριου Ελληνικού Ιατρικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης και σε συνεργασία με το ελληνικό υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Προστασίας, έχει ξεκινήσει η διαδικασία δημιουργίας ενός δικτύου Ελλήνων γιατρών από κάθε γωνιά των ΗΠΑ, με στόχο τη διευκόλυνση των Ελλήνων ασθενών. Η προσπάθεια εντάσσεται στο πλαίσιο της ίδρυσης ενός Παγκόσμιου Ελληνικού Ιατρικού Δικτύου.
«Στόχος μας είναι να παρέχουμε στους ασθενείς την καλύτερη δυνατή πληροφόρηση για το είδος της θεραπείας που θα μπορούσαν να έχουν στην Αμερική, καθώς επίσης και να συνάψουμε συμφωνίες με τα μεγαλύτερα ιατρικά κέντρα της χώρας προκειμένου να ισχύει ειδικό εκπτωτικό τιμολόγιο για τους Ελληνες ασθενείς», εξηγεί ο κ. Τσιούλιας. «Ελπίζω μέσα στον επόμενο χρόνο να βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη το δίκτυο και να έχουμε δημιουργήσει μια πολύ καλή βάση υποδοχής των Ελλήνων που φθάνουν στις ΗΠΑ για ιατρικούς λόγους».
Λιγότεροι αλλά καλύτεροι οι Ελληνες γιατροί στις ΗΠΑ
Λιγότεροι οι Ελληνες ασθενείς, λιγότεροι και οι Ελληνες γιατροί που αναζητούν μια καλύτερη τύχη στα νοσοκομεία και τα ερευνητικά κέντρα των ΗΠΑ. Το κύμα φυγής φοιτητών Ιατρικής από τη χώρα μας στην Αμερική για σπουδές έχει ανακοπεί τα τελευταία χρόνια, όπως μαρτυρούν τα μητρώα των ιατρικών συλλόγων της απέναντι πλευράς του Ατλαντικού. Αυτό όμως που δεν έχει –και δεν μπορεί– να καταγραφεί, αλλά αποτελεί κοινή διαπίστωση των Ελλήνων γιατρών των ΗΠΑ, είναι ότι «μπορεί να είναι λιγότεροι, είναι όμως καλύτεροι».
«Παλιότερα, ο όγκος των φοιτητών που δεχόμασταν ήταν πολύ μεγαλύτερος. Ηταν πολύ δύσκολο να πείσουμε αυτά τα παιδιά ότι πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, δεν είναι απλά τα πράγματα», λέει στην «Κ» ο κ. Τσιούλιας, β΄ αντιπρόεδρος του Ελληνικού Ιατρικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης (έχει περίπου 1.000 μέλη, από τους 2.000 Ελληνες γιατρούς της πόλης). «Σήμερα όσοι αποφασίζουν να έρθουν εδώ είναι αποφασισμένοι, έχουν ήδη κάνει μια προεργασία. Οπότε, όχι μόνο τα καταφέρνουν με τις δύσκολες αυτές σπουδές, αλλά διακρίνονται κιόλας». Ο σύλλογος πάντως χορηγεί πάνω από 50 υποτροφίες ετησίως σε Ελληνες φοιτητές Ιατρικής.
Γενικότερα, υποστηρίζει ο ίδιος, το κοινώς λεγόμενο ότι οι Ελληνες διακρίνονται στο εξωτερικό έχει ισχυρή βάση. «Οσοι τουλάχιστον έρχονται στις ΗΠΑ να εργαστούν, φαίνεται ότι έχουν πολύ ισχυρό κίνητρο. Είναι έτοιμοι να αντεπεξέλθουν στις αντιξοότητες που μοιραία αντιμετωπίζεις στην Αμερική. Ξέρουν ότι το κοινωνικό, οικογενειακό δίχτυ ασφαλείας, που τόσο μας βοηθά στην Ελλάδα, εδώ δεν υπάρχει. Οτι είναι ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι πράγματι διακρίνονται για το φιλότιμο και τη φιλομάθειά τους, τους κάνει να έχουν επιτυχίες. Οχι, δεν είναι μύθος ότι τα καταφέρνουμε στο εξωτερικό».
Ο κ. Τσιούλιας τα γνωρίζει βέβαια όλα αυτά από πρώτο χέρι. «Εδώ κανείς δεν κάθεται στην καρέκλα του πολύ καλά», σημειώνει χαρακτηριστικά. «Οι έλεγχοι είναι συνεχείς και εξαντλητικοί. Υπάρχει φοβερή ένταση, πίεση. Εγώ προσωπικά κάθε τρίμηνο περνάω από διοικητική, κλινική, επιστημονική και εκπαιδευτική αξιολόγηση! Ο υπερβάλλων αυτός ζήλος στο θέμα των ελέγχων, όμως, καμιά φορά δημιουργεί εμπόδια στο να δοθεί η κατάλληλη φροντίδα στον άρρωστο. Δυστυχώς, η ιατρική στις ΗΠΑ έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον φόβο των νομικών επιπτώσεων σε περίπτωση λάθους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μαστογραφία κοστίζει 60 δολάρια. Εάν γίνει ένα λάθος στις 10.000 μαστογραφίες, ο μέσος όρος αποζημίωσης ξεπερνά τα 600.000 δολάρια. Δηλαδή, για το κέντρο που τις κάνει, θα είναι σαν να μην έχει κάνει καμία».