Μελέτη του ΕΚΚΕ για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα που εδώ και δέκα χρόνια πολλοί προτείνουν αλλά κανείς δεν θεσμοθετεί
Της Τασουλας Καραϊσκακη
Είναι ένα άλλο, αθέατο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, έξω από την
επικαιρότητα και τις στατιστικές. Ανθρωποι πάμφτωχοι, που δεν μπορούν
να εργαστούν, δεν λαμβάνουν καμιά βοήθεια, ζουν σε συνθήκες ακραίας
φτώχειας.
Δεν είναι λίγοι. Στη χώρα μας, υπολογίζονται σε περίπου
645.000 άτομα, ή αλλιώς, 270.000 νοικοκυριά. Είναι οι πιο φτωχοί
ανάμεσα στα 2,1 εκατομμύρια «σχετικά φτωχών» Ελλήνων (20% του
πληθυσμού). Ακραία φτώχεια σημαίνει να μην μπορείς να καλύψεις τις
βασικές ανάγκες σου. Μια ζωή στο απόλυτο περιθώριο, έξω από κάθε
κοινωνική δραστηριότητα, υφιστάμενος τη βία των προκλητικών ανισοτήτων.
Μια βία που με τη σειρά σου είτε τη στρέφεις στους άλλους, είτε στον
εαυτό σου…
Ενα μέτρο για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας,
το οποίο εφαρμόζεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και έχει προταθεί (και
απορριφθεί) και στη χώρα μας, είναι το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα. Με
αρκετούς υποστηρικτές, αλλά και πολέμιους, έχει συζητηθεί αρκετές φορές
εντός και εκτός Βουλής και έρχεται πάλι στην επικαιρότητα, όσο
πλησιάζουν οι εκλογές και ξαναζεσταίνεται σε κομματικά και υπουργικά
γραφεία η συζήτηση για κοινωνικές παροχές και πολιτικές.
Μελέτη
που έχει διενεργηθεί με πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Κοινωνικής
Πολιτικής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, την οποία δημοσιεύει
κατΆ αποκλειστικότητα η «Κ», επεξεργάζεται τους τρόπους με τους οποίους
θα μπορούσε ένα τέτοιο πρόγραμμα να βρει εφαρμογή και στη χώρα μας,
μέσα από ένα ολοκληρωμένο «πακέτο» προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών και
χρηματικής βοήθειας.
Ολοκληρωμένη κοινωνική στήριξη
Το
ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα έχουν υποστηρίξει, αλλά και πολεμήσει, τα
τελευταία χρόνια πολιτικές δυνάμεις, μεμονωμένοι πολιτικοί και
ερευνητές.
Οι πολέμιοι το απορρίπτουν με το αιτιολογικό ότι
μειώνει ή αντιστρατεύεται άλλα μέτρα προστασίας, ότι επιχειρεί να
υποκαταστήσει το αίτημα για σταθερή και πλήρη απασχόληση, ότι μπορεί να
επηρεάσει το ύψος του επιδόματος ανεργίας και τον χρόνο χορήγησής του ή
ότι είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι αληθινά δικαιούχοι. Οι υποστηρικτές
του αντιτείνουν ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν είναι ούτε
εθνική σύνταξη ούτε μισθός, αλλά απευθύνεται στις ευπαθείς ομάδες που
διαβιούν σε καθεστώς ακραίας φτώχειας και ότι εφαρμόζεται, πλην
Ελλάδας, σε όλη την Ε.Ε. των «15» (όπως και σε Νορβηγία, Ελβετία,
Λιχτενστάιν), εδώ και δεκαετίες· στη Γερμανία θεσμοθετήθηκε το 1961,
στο Βέλγιο το Ά74, στη Βρετανία το Ά87, στη Γαλλία το Ά88, στην
Ιρλανδία το Ά93, στην Πορτογαλία το Ά97, στην Ιταλία το Ά98.
Η
ομάδα εργασίας που συστήθηκε με πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Κοινωνικής
Πολιτικής του ΕΚΚΕ (συμμετέχουν ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ι.
Σακέλλης, ο δήμαρχος Αγ. Βαρβάρας Λ. Μίχος, η καθηγήτρια και βοηθός
Συνήγορος του Πολίτη Καλλιόπη Σπανού, ο Θ. Μητράκος από τη Διεύθυνση
Μελετών της Εθνικής Τράπεζας και οι ερευνητές του ΕΚΚΕ Δ. Ζιώμας, Ηλ.
Κικίλιας και Ναταλία Σπυροπούλου) προσπάθησε να παρακάμψει τις
«παγίδες» για τις οποίες μιλούν οι πολέμιοι του μέτρου, να υπερβεί τις
διοικητικές δυσκολίες και να εξαλείψει τα αντικίνητρα για εργασία.
Στον Δήμο Αγ. Βαρβάρας
Πεδίο
μελέτης αποτέλεσε ο Δήμος Αγ. Βαρβάρας, ένας δήμος με πολύ υψηλό
ποσοστό φτωχών, αλλά και ένα ήδη ανεπτυγμένο δίκτυο κοινωνικών
υπηρεσιών αφού, η λογική της ομάδας ήταν να επεξεργαστούν ένα
«Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Κοινωνικής Υποστήριξης», όπως το ονομάζουν, τη
διαχείριση του οποίου θεωρούν ότι πρέπει να έχουν οι δήμοι, για την
ευκολότερη προσέγγιση των φτωχών και την παροχή πολλαπλών κοινωνικών
υπηρεσιών.
«Οι φτωχοί, όπως δείχνουν όλες οι έρευνες, δεν κάνουν
χρήση των κοινωνικών υπηρεσιών», λέει ο καθηγητής Ι. Σακέλλης. «Μια
απλή χρηματική βοήθεια δεν φτάνει. Για να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των
φτωχών, πρέπει αυτοί να απολαμβάνουν δωρεάν τις υπηρεσίες από τις
οποίες είναι συνήθως αποκλεισμένοι. Ιατρικές εξετάσεις, ψυχολογική
στήριξη, θεραπείες για παιδιά με προβλήματα λόγου κ.ά.». Το χρηματικό
βοήθημα μπορεί να τους φέρει κοντά σε αυτές τις υπηρεσίες, και το
αντίστροφο – ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων. Και ο δήμος να
ανιχνεύσει με μεγαλύτερη ασφάλεια τους δικαιούχους. «Οι κοινωνικοί
λειτουργοί στην Αγία Βαρβάρα μάς έλεγαν «εμείς ξέρουμε ποιοι είναι
αυτοί που χρειάζονται βοήθεια. Ερχονται εδώ κάθε μέρα». Είναι ένας
ακόμη τρόπος, πέραν των φορολογικών δηλώσεων, να εντοπίσουμε τους
αποκλεισμένους», συνεχίζει ο κ. Σακέλλης. Στην Αγ. Βαρβάρα, σύμφωνα με
το τον δήμαρχό της κ. Λάμπρο Μίχο, περίπου χίλιες οικογένειες ζουν σε
καθεστώς απόλυτης φτώχειας.
Απαιτεί συμμετοχή
Η
ομάδα εργασίας όρισε ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για ένα μονομελές
νοικοκυριό το όριο της ακραίας φτώχειας, τα 3.600 ευρώ τον χρόνο (το
50% του ετήσιου μισθού ενός ανειδίκευτου εργάτη). Και επειδή στόχος
είναι να μην αποτελεί ένα επιδοματικό-παθητικό μέτρο, αλλά να
συνδυάζεται με τη συμμετοχή του δικαιούχου σε σειρά δραστηριοτήτων,
προβλέπεται να δίδεται σε δύο φάσεις. Το 50% του ποσού θα δίδεται σε
όλους τους αναξιοπαθούντες, που θα θεμελιώνουν δικαίωμα, μετά την
υποβολή αίτησης, των απαιτούμενων δικαιολογητικών και τον προσδιορισμό
του εισοδήματος που τους αναλογεί, ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας.
Το υπόλοιπο, σε όσους θέλουν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες
κοινωνικής φύσεως.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Εχουμε μια
τετραμελή οικογένεια (γονείς και δύο ανήλικα παιδιά), με συνολικό
ετήσιο εισόδημα 3.000 ευρώ. Με βάση το εισόδημα αυτό, θεμελιώνει
δικαίωμα για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, συνολικού ύψους 7.560 ευρώ
τον χρόνο (ο σύζυγος δικαιούται το 50% του ετήσιου μισθού ανειδίκευτου
εργάτη ήτοι 3.600 ευρώ, η σύζυγός του 1.800 ευρώ και τα δύο παιδιά από
1080 ευρώ – το εισόδημα των μελών υπολογίζεται με βάση σχετικό
συντελεστή του ΟΟΣΑ). Από το ποσό αυτό αφαιρείται το ετήσιο εισόδημα
(3.000 ευρώ) και η οικογένεια θα μπορεί να πάρει συνολικά στο χέρι
4.560 ευρώ τον χρόνο. Μετά τον έλεγχο πόρων και συνθηκών διαβίωσης, η
οικογένεια θα μπορεί να πάρει το πρώτο μέρος του επιδόματος, ήτοι 2.280
ευρώ. Για να φτάσει τη μέγιστη δυνατή επιδότηση και να πάρει άλλα 2.280
ευρώ τον χρόνο, θα πρέπει όλα τα μέλη της να είναι να είναι ενεργά.
Δηλαδή οι γονείς να εργάζονται ή να είναι σε κάποιο πρόγραμμα
κατάρτισης/επιμόρφωσης και τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο.
Η
ομάδα εργασίας εκτιμά ότι το συνολικό ποσό που απαιτείται για τη
χορήγηση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα ανέρχεται στα 500 – 600
εκατ. ευρώ ετησίως (από τον τακτικό προϋπολογισμό). Το πρόγραμμα θα
μπορούσε να εφαρμοστεί πιλοτικά στον Δήμο Αγ. Βαρβάρας, με χρήματα από
το Δ΄ ΚΠΣ.
Ακαρπες προσπάθειες
Η
πρώτη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία λαμβάνεται το 1998 από τη Ν.Δ.,
ενώ στο ΠΑΣΟΚ τη συζήτηση ανοίγει για πρώτη φορά ο Θ. Πάγκαλος, τον
Δεκέμβριο 1999.
Ενα μήνα αργότερα, ο τότε υπουργός Εργασίας Μ.
Παπαϊωάννου ανακοινώνει την πρόθεση της τότε κυβέρνησης να προχωρήσει
σΆ ένα τέτοιο μέτρο και αναθέτει σχετική μελέτη. Ο κ. Σημίτης δεν την
υιοθετεί. Τον Δεκέμβριο του 2000, 52 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ καταθέτουν
πρόταση νόμου με πρωτοβουλία του Θ. Τσουκάτου. Η πρόταση θεωρείται
κίνηση «εσωκομματικής αντιπολίτευσης» και απορρίπτεται. Το καλοκαίρι
του 2003, το θέμα ξανασυζητείται στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και διενεργείται
σχετική μελέτη.
Αλλά και η Ν.Δ. αναθέτει μελέτη που προβλέπει
μηνιαία βοήθεια 440 ευρώ τον μήνα και παράλληλη κατάργηση 60
επιδομάτων. Η ιδέα εγκαταλείπεται λόγω της δυσκολίας εντοπισμού των
πραγματικά δικαιούχων.
Τον Δεκέμβριο του 2005 είναι η σειρά του Συνασπισμού να καταθέσει σχετική πρόταση νόμου, την οποία η κυβέρνηση απορρίπτει.
Το
θέμα της εφαρμογής ενός τέτοιου μέτρου αναμένεται να θέσει σύντομα η
κυβέρνηση. Σχετική μελέτη, που θα παρουσιάσει ο κ. Γ. Αλογοσκούφης,
έχει καταρτίσει το ΚΕΠΕ.
Αμεση προτεραιότητα
Του Γεωργιου Σουρλα*
Προ
δεκαετίας κατέθεσα πρόταση νόμου για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου
εγγυημένου εισοδήματος, το οποίο συνυπέγραψαν και 14 βουλευτές της Ν.Δ.
Ηταν η πρώτη φορά που ετέθη το θέμα στη Βουλή. Δυστυχώς, η πρόταση
εκείνη απερρίφθη από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όπως απερρίφθη και
πρόταση βουλευτών του ΠΑΣΟΚ το 2000 από την κυβέρνησή τους. Είχα την
ευκαιρία να επαναλάβω τη θέση μου για τη θέσπιση του ελάχιστου
εγγυημένου εισοδήματος όταν συζητήθηκε αντίστοιχη πρόταση του ΣΥΝ, το
2005. Τον Δεκέμβριο του 2006 απηύθυνα επιστολή στα όργανα του κόμματος,
προτείνοντας τη σταδιακή εφαρμογή του προγράμματος και τη θέσπιση πόρου
κοινωνικής αλληλεγγύης.
Επειδή θεωρώ το θέμα αυτό άμεσης
προτεραιότητας, θα επανέλθω σύντομα με συγκεκριμένα στοιχεία για όσους
ζουν στην απόλυτη φτώχεια.
* Ο κ. Γεώργιος Σούρλας είναι αντιπρόεδρος της Βουλής, βουλευτής της Ν.Δ.
Αλλοθι αδράνειας
Του Γιαννη Δραγασακη*
Το
πρόβλημα της φτώχειας είναι υπαρκτό και εντεινόμενο. Αυτό που λείπει
είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική για την αντιμετώπισή του.
Βεβαίως,
η φτώχεια αλλάζει διαρκώς μορφές και διαστάσεις. Νέες κοινωνικές ομάδες
χτυπούν ή και περνούν την πόρτα της. Δυστυχώς, αυτή η όξυνση και
συνθετότητα που το πρόβλημα της φτώχειας αποκτά, αντί να ωθεί σε δράση,
συχνά χρησιμοποιείται ως άλλοθι αδράνειας.
Ωστόσο, μια αρχή θα
μπορούσε να έχει ήδη γίνει με την υιοθέτηση της πρότασης νόμου που
καταθέσαμε για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Δεν
απαντά σε όλα τα προβλήματα, αλλά δημιουργεί μια βάση για να
«στηριχθούν» στοχευόμενες πολιτικές.
*Ο κ. Γιάννης Δραγασάκης είναι βουλευτής του Συνασπισμού.