Ανδρέας Ξανθός: Κινήσεις αδιεξόδου και πανικού από την κυβέρνηση – Αρχίζει και ακροβατεί επικίνδυνα

 
Τι είπε ο τομεάρχης υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τους κλειστούς χώρους, τα τεστ και τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία.

Περιγράφοντας την σημερινή κατάσταση στο πεδίο της πανδημίας, ο τομεάρχης υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ανέφερε πως «είμαστε σε ένα πολύ κομβικό σημείο στην εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα. Αυτό που θα περίμενε κανείς, μπαίνοντας στην αιχμή του τέταρτου κύματος, αντιμετωπίζοντας μια φάση πολύ σοβαρής αναζωπύρωσης της πανδημίας, θα ήταν ένα συνολικό σχέδιο και προετοιμασίας του δημόσιου συστήματος υγείας και καλύτερης επιδημιολογικής επιτήρησης και έγκαιρης διάγνωσης–ιχνηλάτησης των κρουσμάτων και καλύτερης προνοσοκομειακής διαχείρισης των κρουσμάτων και γενικά επένδυσης στη δημόσια περίθαλψη».

«Δεν είδαμε τίποτα από όλα αυτά» πρόσθεσε ο Ανδρέας Ξανθός, σημειώνοντας πως «το μόνο θέμα στο οποίο επιμένει η κυβέρνηση είναι σε μια γραμμή εκβιαζόμενης συναίνεσης κατά κάποιο τρόπο ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, που για διάφορους λόγους -είναι πολυπαραγοντική η αιτιολογία του ανεμβολίαστου πληθυσμού- προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια κρίση εμπιστοσύνης, που υπάρχει αυτή την περίοδο». «Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης», είπε, «δεν αφορά μόνο το εμβόλιο, την υγειονομική διαχείριση ή τις συστάσεις των επιστημόνων. Αφορά συνολικά την πολιτεία, τους θεσμούς και την κυβέρνηση».

Υπενθύμισε πως στα ποσοστά εμβολιασμού «είμαστε κάτω από το μέσο όρο της Ευρώπης, υπάρχει βάλτωμα του εμβολιαστικού εγχειρήματος, δεν προστίθενται νέα ραντεβού και τις τελευταίες εβδομάδες κλείνει η ψαλίδα όσων έχουν κάνει μία δόση και όσων έχουν κάνει δύο δόσεις. Άρα οι όποιες δόσεις γίνονται ουσιαστικά αφορούν δεύτερες δόσεις, ενώ δεν έχουμε νέο πληθυσμό ανεμβολίαστων ανθρώπων που επιλέγουν να εμβολιαστούν». Επισήμανε, δε, πως «υπάρχουν κρίσιμα ποιοτικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα το πολύ υψηλό ποσοστό ανεμβολίαστων ηλικιωμένων, είναι 72% οι άνω των 80 ετών, που έχουν εμβολιαστεί. Το 28% ανεμβολίαστων είναι πολύ υψηλό ποσοστό, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρώπη είναι κάτω του 5%. Έχουμε επίσης μεγάλες κατηγορίες χρόνιων ασθενών, βαρέως πασχόντων, όπως οι καρκινοπαθείς. Η Ελληνική Ομοσπονδία Καρκινοπαθών είπε πρόσφατα πως ένα περίπου 25% των καρκινοπαθών είναι ανεμβολίαστοι. Αυτός ο πληθυσμός έπρεπε με πολύ στοχευμένο τρόπο να προσεγγιστεί από τους θεράποντες γιατρούς, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή δυσπιστία ή σκέψη. Υπάρχουν οι άνθρωποι στις κλειστές δομές. Είδαμε τραγικά χαμηλά ποσοστά, της τάξης του 15%, σε πρόσφυγες σε ΚΥΤ, σε μετανάστες σε δομές, στους Ρομά, στους φυλακισμένους, τραγικά χαμηλά ποσοστά».

Ο βουλευτής Ρεθύμνου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είπε πως «αντί να γίνει μια συνολική προσπάθεια, ένα restart στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, μελετώντας τις ιδιαιτερότητες και πηγαίνοντας με στοχευμένο τρόπο, ώστε να πεισθούν και οι πιο δύσπιστοι για την ανάγκη του καθολικού εμβολιασμού, η κυβέρνηση επιλέγει μια γραμμή πολύ σκληρών διαχωρισμών και πολύ δυσβάσταχτων επιπτώσεων, όπως στους ανεμβολίαστους υγειονομικούς που μιλάμε πλέον για απώλεια μισθού, για υποχρεωτική αργία και στον ιδιωτικό τομέα για απόλυση».

Μιλώντας για τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού εργαζόμενων των νοσοκομείων ο Ανδρέας Ξανθός υπογράμμισε ότι είναι μια «δύσκολη εξίσωση, πραγματικά δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές για αυτό. Πρέπει να συνεννοηθούμε ώστε να μην εφαρμοστεί ο νόμος από 1/9. Είναι μια σημαντική αιχμή στη φάση. Δεν υπάρχει ούτε προετοιμασία ούτε για αντικατάσταση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της υγείας ούτε για τη δυνατότητα να χάσει το ΕΣΥ το 25-30% των εργαζομένων του σε μια μέρα. Αυτό σημαίνει μπλακ αουτ στο δημόσιο σύστημα υγείας και η επίπτωση θα είναι δυσβάσταχτη και δυσανάλογη σε σχέση με τον υπαρκτό κίνδυνο ενδονοσοκομειακής διασποράς του ιού».

«Πρέπει να υπάρξει μια αναστολή εφαρμογής και να καθίσουμε με όσο το δυνατόν πιο συναινετικό τρόπο και οι πολιτικές δυνάμεις και τα συνδικάτα να βρούμε μια λύση» είπε ο Ανδρέας Ξανθός. Ξεκαθάρισε, δε: «Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να τονίζουμε πως δεν μπορούμε να υπερασπιζόμαστε το “δικαίωμα” ενός υγειονομικού να συνεχίσει να παρέχει υπηρεσίες σε ευάλωτους πολίτες και ασθενείς, ανεμβολίαστος. Πρέπει να συμφωνήσουμε σε αυτό. Όμως μέχρι να επιτευχθεί αυτό με όσο το δυνατόν πιο συναινετικό τρόπο, που να μην θέτει σε διακινδύνευση τη λειτουργία του δημόσιου συστήματος υγείας, πρέπει να υπάρξουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας, για παράδειγμα πολύ συχνότερα διαγνωστικά τεστ, μέρα παρά μέρα αν είναι δυνατόν -αυτό είναι ζήτημα εισήγησης από έγκυρες επιστημονικές επιτροπές- ώστε να περιορίσουμε τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού από ανεμβολίαστο προσωπικό. Και ενδεχομένως κάποιες οριακές αλλαγές και αναδιατάξεις σε τμήματα πρώτης γραμμής, υψηλής επικινδυνότητας και ευπάθειας, όπως τα ογκολογικά, οι ΜΕΘ κ.ά.».

Τόνισε πως πρέπει «να βρεθεί μια τέτοια λύση, να είναι σαφές ότι το σύστημα υγείας πρέπει να χτίσει καθολική εμβολιαστική κάλυψη, αλλά να βρούμε τρόπο να γίνει με τις λιγότερες δυνατές παρενέργειες και στην λειτουργία του συστήματος υγείας και στο δικαίωμα χιλιάδων εργαζομένων να έχουν δουλειά, εισόδημα, να μπορούν να επιβιώσουν».

Αναφορικά με τον αποκλεισμό των ανεμβολίαστων από βασικές λειτουργίες, ο Ανδρέας Ξανθός είπε πως «αρχίζει και ακροβατεί επικίνδυνα η κυβέρνηση θέτοντας σε αμφισβήτηση βασικές αρχές του δικαίου και της βιοηθικής. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα.

Η εισήγηση της Επιτροπής Βιοηθικής ήταν απολύτως στοχευμένη για τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς. Έλεγε ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να εξεταστεί η ιδέα της υποχρεωτικότητας στοχευμένα για αυτό το ανθρώπινο δυναμικό. Όχι να πάμε σε γενικευμένες διακρίσεις και αποκλεισμούς με βάση το διαχωρισμό εμβολιασμένοι-ανεμβολίαστοι. Πάμε σε ένα μη αναλογικό μέτρο και αυτά τα μέτρα δεν είναι κοινωνικά αποδεκτά, δεν υπάρχει η αίσθηση της δικαιοσύνης και αίσθηση αντίστοιχης με τον κίνδυνο παρέμβασης της πολιτείας. Θεωρώ ότι αυτό θα πυροδοτήσει αντιδράσεις».

Επισήμανε, δε, και έναν σημαντικό κίνδυνο που υπάρχει με τον αποκλεισμό των ανεμβολίαστων από τα δωρεάν διαγνωστικά τεστ. «Ένας άνθρωπος που είναι ανεμβολίαστος και έχει επαφή με ένα κρούσμα. Θα πρέπει να πληρώσει από την τσέπη του διαγνωστικό έλεγχο, πιθανόν για λόγους οικονομικούς να αποφύγει να κάνει αυτόν τον έλεγχο, άρα να παραμείνει αδιάγνωστος ή να καθυστερήσει η διάγνωσή του μέχρι να φτάσουν τα έντονα συμπτώματα. Και άρα η αλυσίδα της μετάδοσης να συνεχίσει να υπάρχει ανεπηρέαστη. Από τέτοιου τύπου αποκλεισμούς και διακρίσεις υπάρχει κίνδυνος να έχουμε επιδείνωση του προβλήματος και ότι αυτό που θεωρεί η κυβέρνηση, ότι θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο να παραμένει κάποιος ανεμβολίαστος».

«Είναι αρκετά οριακά τα πράγματα, είναι εύκολες οι λύσεις αυτές που καταφεύγει η κυβέρνηση, δεν είναι η λύση που χρειάζεται μια μεγάλη κρίση υγείας» είπε συμπληρώνοντας πως «ιστορικά οι κρίσεις αυτές ξεπερνιούνται όταν τα περιοριστικά μέτρα, τα μέτρα πρόληψης και ατομικής προστασίας είναι αποδεκτά από την κοινωνική πλειοψηφία, όταν αυτά δημιουργούν κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις, όταν πείθουν τους πολίτες και προάγουν τη συνειδητή συμμόρφωση. Δεν διαβουλεύτηκε η κυβέρνηση με κανέναν από το πολιτικό σύστημα, ούτε από την επιστημονική κοινότητα, ούτε από τα σωματεία των εργαζομένων και την κοινωνία των πολιτών. Είναι κινήσεις αδιεξόδου και πανικού και φοβάμαι πως η επικέντρωση μόνο στο φίλτρο του εμβολιασμού, υπονομεύει όλη την υπόλοιπη υγειονομική στρατηγική. Χωρίς τις παρεμβάσεις τις αποτρεπτικές της διασποράς, κινδυνεύουμε να πάμε σε μια έξαρση μεγάλη αμέσως μετά το τέλος των διακοπών, σε μια δυσβάσταχτη πίεση προς το δημόσιο σύστημα υγείας. Αν μάλιστα έχει γίνει η παρέμβαση που θα αποστερήσει προσωπικό, θα πάμε σε ένα πραγματικό λειτουργικό μπλακ άουτ, που θα  οδηγήσει σε υγειονομική τραγωδία αντίστοιχη με αυτή που ζήσαμε στο δεύτερο και το τρίτο κύμα. Και αυτό θα πυροδοτήσει πολύ μεγάλη κρίση και κοινωνική και πολιτική».

Αναφορικά με το ζήτημα της μη πρόσβασης ανεμβολίαστων σε κλειστούς χώρους εστίαση κλπ, ο τομεάρχης υγείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είπε πως «βλέπουμε επιλεκτικότητα. Η συζήτηση για τους κλειστούς χώρους και η πρόσβαση των πολιτών με βάση τον εμβολιασμό είναι μια συζήτηση ιδιαίτερα λεπτή. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν μπορούμε στο όνομα της πανδημίας να πηγαίνουμε σε αναίρεση θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα πρέπει να είναι κατοχυρωμένα, αλλά προφανώς είναι απολύτως θεμιτή μια διαφορετική αντιμετώπιση σε αυτόν που έχει εμβολιαστεί και κατά τεκμήριο έχει μειωμένη πιθανότητα να νοσήσει και να μεταδώσει και να νοσηλευτεί, σε σχέση με τον ανεμβολίαστο που πρέπει να μπαίνουν ισχυρότερα φίλτρα, δηλαδή, για παράδειγμα πρόσφατο PCR ή rapid test. Αυτά είναι ρυθμίσεις που έχουν την αίσθηση της αναλογικότητα, που είναι κρίσιμος όρος για να επιτυχημένη μια πολιτική δημόσιας υγείας».

Συμπέρανε, δε, πως «δημιουργείται ένα τοπίο πολύ προβληματικό για τον μέσο πολίτη. Δεν είμαστε σε μια φάση που έχουμε εμβολιάσει το 80% και παλεύουμε να εμβολιάσουμε το υπόλοιπο 20%. Είμαστε στο 55% είμαστε πολύ πίσω από τα χρονοδιαγράμματα που είχαν εξαγγελθεί και πίσω από τις επικαιροποιημένες ανάγκες με τη μετάλλαξη δέλτα. Πρέπει να πάμε σε πιο καθολικό εμβολιασμό, παγκόσμια όμως. Δεν μπορούν να υπάρχουν υγειονομικά σύνορα, η ανισότητα είναι το μεγάλο θέμα. Χρειάζονται πολιτικές που μειώνουν τις ανισότητες όπως η πρόταση που είχαμε καταθέσει εδώ και μήνες πολύ διορατικά για την άρση των πατεντών και τη δυνατότητα των φτωχών χωρών να εμβολιαστούν γρήγορα».