Διανύουμε μια περίοδο έξαρσης της covid-19 και των υπόλοιπων ιογενών λοιμώξεων, που οδηγούν σε αυξημένες προσελεύσεις και εισαγωγές στα δημόσια νοσοκομεία και σε νέα δοκιμασία το ήδη αποδιοργανωμένο και δυσλειτουργικό ΕΣΥ. Οι ασθενείς και οι οικογένειες τους αρχίζουν να ξαναζούν το deja vus της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης και της τραγικής αδυναμίας των δημόσιων δομών να καλύψουν τις ανάγκες αξιοπρεπούς φροντίδας όσων νοσούσαν από SARS-CoV-2, αλλά και όλων των υπόλοιπων ασθενών. Το πρόβλημα είναι ότι, αντί η πανδημία να έχει αφήσει ως παρακαταθήκη ένα ισχυρότερο και ανθεκτικότερο δημόσιο σύστημα υγείας, όπως συνέβη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στη χώρα μας η δημόσια περίθαλψη δεν έχει βρεθεί ποτέ σε χειρότερη θέση. Ούτε καν στα πρώτα μνημονιακά χρόνια της σκληρής λιτότητας και των μεγάλων περικοπών στις δαπάνες υγείας. Αυτή η διαλυτική κατάσταση στο ΕΣΥ, ειδικά στα επαρχιακά νοσοκομεία, σε συνδυασμό με το έλλειμα πρωτοβάθμιας φροντίδας, τις ελλείψεις σε φάρμακα πρώτης ανάγκης και, κυρίως, την αυξανόμενη οικονομική επιβάρυνση των πολιτών για υπηρεσίες υγείας , έχουν δημιουργήσει τεράστια υγειονομική ανασφάλεια στην κοινωνία. Εκτός από την ακρίβεια στα τρόφιμα και στα καύσιμα, την εισοδηματική ένδεια και την ενεργειακή φτώχεια, είναι ορατός αυτή την περίοδο και ο κίνδυνος της υγειονομικής φτώχειας για ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Το πιστοποιούν αδιαμφισβήτητα όλοι οι δείκτες που μετρούν την ανισότητα στη φροντίδα υγείας και ειδικά ο δείκτης των ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών, με βάση τον οποίο η Ελλάδα είναι 1η στην Ευρώπη με 16,7%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 3,3%. Και, το πιο σημαντικό, όταν ο δείκτης αυτός υποχώρησε από το 14,5% στο 8% την τετραετία 2015-2019 εξ’αιτίας της κάλυψης των ανασφάλιστων και της ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας.
Ίσως όμως η πιο σημαντική απειλή για τη Δημόσια Υγεία αυτή την περίοδο να είναι η «κατάρρευση ηθικού» του υγειονομικού προσωπικού του ΕΣΥ, το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης (burn out) των «ανθρώπων της πρώτης γραμμής», το κύμα παραίτησης και φυγής γιατρών και λοιπών επαγγελματιών υγείας από τη χώρα. Αυτό έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή κρίση στελέχωσης όλες τις δημόσιες δομές υγείας και σε επικίνδυνη υποχώρηση των standards ασφαλείας στη φροντίδα των ασθενών (βλ. εξαντλητική υπερωριακή εργασία, διακομιδές διασωληνωμένων από γιατρούς χωρίς εξειδίκευση στο χειρισμό βαρέως πασχόντων, εφημερία τομέα στα ΤΕΠ ή σε παθολογικές κλινικές κλπ.). Και όταν δεν τηρούνται οι προδιαγραφές στελέχωσης και ποιοτικής λειτουργίας στο ΕΣΥ, το «κακό παραμονεύει» και οι αποτρέψιμοι θάνατοι αυξάνονται, όσο υπεράνθρωπη προσπάθεια και να καταβάλλει το ανθρώπινο δυναμικό του συστήματος. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην πανδημία, που η χώρα μας είχε αρνητικές πρωτιές σε όλους τους σκληρούς δείκτες (θνησιμότητα, υπερβάλλουσα θνησιμότητα, ποσοστά θνητότητας εκτός αλλά και εντός ΜΕΘ) επειδή δεν στήριξε επαρκώς το ΕΣΥ και τους ανθρώπους του και δεν αξιοποίησε τη «δημοσιονομική χαλάρωση» για να επενδύσει μακροπρόθεσμα στη Δημόσια Υγεία.
Το «κλειδί» λοιπόν για την ερμηνεία της σημερινής τραγικής εικόνας του ΕΣΥ είναι η νεοφιλελεύθερη εμμονή της κυβέρνησης Μητσοτάκη εις βάρος του Δημόσιου και υπέρ του Ιδιωτικού Τομέα Υγείας. Οι «αγοραίες ιδεοληψίες» της ΝΔ και η προκλητικά ευνοϊκή μεταχείριση των μεγάλων ιδιωτικών μονάδων υγείας, οδήγησαν σε λειτουργικό black out το ΕΣΥ, σε εξάντληση αντοχών του προσωπικού του, σε εμπόδια πρόσβασης των πολιτών σε αξιοπρεπείς και δωρεάν υπηρεσίες και σε αύξηση των ιδιωτικών δαπανών υγείας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όχι λόγω αντικειμενικής αδυναμίας ή διαχειριστικής ανεπάρκειας αλλά λόγω πολιτικής επιλογής, συρρίκνωσε το «δημόσιο χώρο» στην Υγεία και έδωσε «ζωτικό χώρο» στους επιχειρηματίες υγείας και στις ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτή είναι η μεγάλη και πραγματικά εγκληματική πολιτική της ευθύνη.
Μπροστά στα διαλυτικά φαινόμενα στα νοσοκομεία και στις δομές ΠΦΥ (ΚΥ-ΤΟΜΥ), στο κύμα παραίτησης γιατρών και λοιπών υγειονομικών και στη μετακύλιση δυσβάστακτου κόστους στις τσέπες των πολιτών, δεν υπάρχουν «κεντρώες» λύσεις. Απόλυτη πολιτική προτεραιότητα πρέπει να είναι ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την επιβίωση του ΕΣΥ και την αποκατάσταση του δημόσιου χαρακτήρα του , αλλά και ριζικής αναδιοργάνωσης του, με νέες υπηρεσίες και νέους πόρους (ανθρώπινους και υλικούς), για να καλύψει με καθολικότητα, ισότητα και ποιότητα τις σύγχρονες υγειονομικές ανάγκες.
Η δραστική αντιμετώπιση της επιδεινούμενης ανασφάλειας των πολιτών μπροστά στην αρρώστια, των ακάλυπτων αναγκών και των ταξικών ανισοτήτων στην υγεία, είναι ο «πυρήνας» ενός σύγχρονου αριστερού προγράμματος υγείας. Κρίσιμες προτεραιότητες ενός τέτοιου σχεδίου «επούλωσης πληγών» και ανασυγκρότησης του ΕΣΥ είναι:
- Αυτόματη προκήρυξη και κάλυψη με μόνιμο προσωπικό όλων των κενών θέσεων λόγω συνταξιοδοτήσεων-αποχωρήσεων.
- Εξασφάλιση της μόνιμης εργασιακής προοπτικής των συμβασιούχων.
- Δρομολόγηση 15000 μόνιμων προσλήψεων σε τομείς που υστερεί το Δημόσιο Σύστημα Υγείας (ΠΦΥ, κατ’ οίκον φροντίδα, ΕΚΑΒ, ΤΕΠ, εργαστήρια, ψυχική υγεία, ογκολογική φροντίδα, οδοντιατρική περίθαλψη, φυσικοθεραπεία-αποκατάσταση, γυναικολογική και μαιευτική φροντίδα, γηριατρική, ανακουφιστική φροντίδα,, ιατρική της εργασίας κλπ.).
- Ανάσχεση των παραιτήσεων υγειονομικών και του brain drain, με γενναία αναπροσαρμογή των αποδοχών του ιατρικού και λοιπού προσωπικού του ΕΣΥ, ένταξη στα ΒΑΕ και αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας, συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και επιστημονικής εξέλιξης.
- Υιοθέτηση νέου πλαισίου κινήτρων για την προσέλκυση γιατρών σε άγονες, δυσπρόσιτες και νησιωτικές περιοχές, καθώς και εφαρμογή του θεσμού του «υγειονομικού ισοδύναμου» για τον περιορισμό των ανισοτήτων στη φροντίδα των κατοίκων αυτών των περιοχών.
- Σύγκλιση με το μέσο όρο της ΕΕ στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7,5% του ΑΕΠ) και δημιουργία ειδικού χρηματοδοτικού εργαλείου (τύπου «Φιλόδημος») με συνέργεια ΠΔΕ-ΕΣΠΑ-RRF-Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, για την υλοποίηση ενός Εθνικού Προγράμματος Υποδομών Υγείας, χωρίς ΣΔΙΤ και ιδιωτικοποιήσεις στο ΕΣΥ.
- Ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης στην ΠΦΥ και στο θεσμό του οικογενειακού γιατρού, με προτεραιότητα στην ενίσχυση των δημόσιων δομών.
- Ανάπτυξη δικτύου δημόσιων υπηρεσιών ολοκληρωμένης υγειονομικής και ψυχοκοινωνικής φροντίδας με επίκεντρο την κοινότητα, μέσα από ένα νέο πλαίσιο συνέργειας του ΕΣΥ και του Κοινωνικού Κράτους.
- Υιοθέτηση της στρατηγικής «η Δημόσια Υγεία σε όλες τις πολιτικές», με διατομεακή και διεπιστημονική συνεργασία για τη διαχείριση των σύγχρονων υγειονομικών κινδύνων (επιδημίες, κλιματική κρίση, φυσικές καταστροφές, ασφάλεια τροφίμων, τροχαία δυστυχήματα, ψυχικά νοσήματα, εξαρτήσεις), αλλά και με αποτελεσματική παρέμβαση στους κοινωνικούς προσδιοριστές της υγείας (εργασία, εισόδημα,, μόρφωση, συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας στην εργασία, φυσικό και δομημένο περιβάλλον, διατροφή, θέρμανση, υποστηρικτικά κοινωνικά δίκτυα) που έχουν επιδεινωθεί δραματικά λόγω των επάλληλων κρίσεων.
- Αξιοκρατική, δημοκρατική και συμμετοχική διοίκηση του συστήματος Υγείας, με εκπροσώπηση των Συλλόγων των ασθενών στα ΔΣ των νοσοκομείων, με δημόσια λογοδοσία και θεσμούς κοινωνικής διαβούλευσης και σχεδιασμού των υπηρεσιών υγείας.
Με άλλα λόγια, η υπέρβαση της κρίσης του ΕΣΥ δεν είναι τεχνοκρατική υπόθεση, δεν είναι ζήτημα καλύτερου management και ακριβοπληρωμένων διοικητών. Είναι αμιγώς πολιτικό θέμα. Και επαναφέρει τη διαχωριστική γραμμή Αριστεράς-Δεξιάς. Δημόσιες πολιτικές ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης χρειάζονται, δηλαδή αριστερές πολιτικές. Γι’ αυτό συνεχίζουμε Αριστερά!
- Ο Ξανθός Ανδρέας,είναι γιατρός στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, πρώην βουλευτής και Υπουργός Υγείας -Άρθρο στην εφημερίδα “Η Εποχή”