Της Ιωαννας Mανδρου
Μισθολογική οροφή για όλο τον στενό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα θέτει, εν μέσω οικονομικής κρίσης, απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κλείνοντας έτσι και τα τελευταία «παράθυρα» για υπερβάσεις σε μισθούς και συντάξεις, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο.
Συγκεκριμένα, οι ανώτατοι δικαστικοί, ερμηνεύοντας νόμους και διατάξεις, έκριναν πως ουδείς μπορεί στο Δημόσιο να λαμβάνει έστω κι ένα ευρώ παραπάνω από τις τακτικές αποδοχές που δίδει η πολιτεία στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Και στη γενική αυτή απαγόρευση περιέλαβε όχι μόνον τους εν ενεργεία κρατικούς λειτουργούς, αλλά και τους συνταξιούχους και μάλιστα δεν εξαίρεσε από τη γενική αυτή αρχή ούτε τους βουλευτές και τα πολιτικά πρόσωπα.
Τα επιχειρήματα που στήριξαν την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου αιτιολογούν με σαφήνεια –πέραν όλων των άλλων– και γιατί δεν μπορούν να υπολογίζονται στις αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου, που αποτελούν και το μέτρο για τη μισθολογική οροφή στο Δημόσιο, τα ποσά –και είναι σημαντικά– που εισπράττονται από τη συμμετοχή του σε διάφορους δικαστικούς σχηματισμούς ή επιτροπές. Με την απόφασή τους ξεκαθάρισαν πως μόνον οι τακτικές αποδοχές (6.200 ευρώ) του προέδρου του Αρείου Πάγου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για το ύψος των αμοιβών που λαμβάνουν κρατικοί λειτουργοί, βουλευτές, αλλά και συνταξιούχοι.
Με την πλειοψηφία των μελών του να τάσσεται υπέρ της «σκληρής γραμμής» και να υπεραμύνεται της άποψης πως δεν πρέπει να υπάρχουν ελαστικά κριτήρια για τη μισθολογική οροφή των κρατικών λειτουργών, το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέδωσε έτσι την απόφαση με τη βαρύνουσα σημασία.
Πώς φθάσαμε εδώ
Αν όμως η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί «στεγανοποιεί» τη μισθολογική οροφή για όλο το Δημόσιο, ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το πώς φθάσαμε ώς αυτήν. Εκείνος που κίνησε τη σχετική διαδικασία, στοχεύοντας να ξεπεράσει το φράγμα των τακτικών αποδοχών του προέδρου του Αρείου Πάγου και ζητώντας να υπολογίζεται ως οροφή το σύνολο των αποδοχών του κορυφαίου δικαστικού παράγοντα, ήταν ένας συνταξιούχος βουλευτής.
Ο ίδιος προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και ζήτησε ως αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου να θεωρούνται και τα ποσά που εισπράττει όταν μετέχει σε κορυφαίους δικαστικούς σχηματισμούς, όπως το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, που συγκαλείται όταν Αρειος Πάγος και Συμβούλιο της Επικρατείας έχουν διχογνωμία για ένα θέμα.
Και με βάση τις συνολικές του αποδοχές που είναι κατά περίπου 800 ευρώ μεγαλύτερες από τις τακτικές, ζήτησε να υπολογίζονται αρχικά οι μισθοί των βουλευτών και κατ’ επέκτασιν οι συντάξεις τους. Και όλα αυτά, σύμφωνα με την προσφυγή του, τα ζητούσε για πέντε χρόνια, αναδρομικά.
Ομως, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έστω με πλειοψηφία, δεν δέχθηκε να ανατραπεί το όριο. Και απέρριψε κάθε επιχείρημα να θεωρούνται τακτικές αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου τα ποσά που εισπράττει για τη συμμετοχή του σε δικαστικούς σχηματισμούς, κλείνοντας με τον τρόπο αυτό όλα τα «παράθυρα» για υψηλότερες αμοιβές σε στελέχη του Δημοσίου, αλλά και για αυξήσεις στους μισθούς των βουλευτών.
Βέβαια, υπήρξε και αντίθετη άποψη που υποστηρίχθηκε από δικαστές που μειοψήφησαν. Αυτοί υποστήριξαν πως το ανώτατο πλαφόν για μισθούς και συντάξεις στο Δημόσιο θα μπορούσε να είναι υψηλότερο, ώστε τα 800 ευρώ να τα λαμβάνουν βουλευτές εν ενεργεία και συνταξιούχοι. Κάτι τέτοιο –μέρες που είναι… – απεφεύχθη.