Δύο στις τρεις γυναίκες που εκδηλώνουν καρκίνο του μαστού δεν έχουν προδιαθεσικό παράγοντα και επομένως δεν περιλαμβάνονται στις ονομαζόμενες «ομάδες υψηλού κινδύνου». Αυτό επισημαίνουν οι ειδικοί γιατροί τονίζοντας την ανάγκη του τακτικού ελέγχου των μαστών για την έγκαιρη ανίχνευση της νόσου που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε πλήρη ίαση. Σύμφωνα με τους ειδικούς γιατρούς κάθε γυναίκα μετά την ηλικία των 35 ετών -ανεξαρτήτως οικογενειακού ιστορικού- θα πρέπει να υποβάλλεται σε μαστογραφία και η οποία θα επαναλαμβάνεται κάθε ένα με ενάμιση χρόνο μετά την ηλικία των 40 ετών.
5.000 νέες περιπτώσεις
Οπως τόνισε χθες ο υπεύθυνος Μονάδος Μαστού του Ειδικού Αντικαρκινικού νοσοκομείου Πειραιά «Μεταξά» χειρουργός ογκολόγος μαστού κ. Κ. Καλογεράκος, με αφορμή διήμερο μετεκπαιδευτικό σεμινάριο με θέμα «ογκοπλαστική στη χειρουργική του καρκίνου του μαστού», κάθε χρόνο στη χώρα μας καταγράφονται 4.500 – 5.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού, που αποτελεί τη συχνότερα εμφανιζόμενη κακοήθεια στο γυναικείο πληθυσμό. Είναι η δεύτερη αιτία θανάτου από κακόηθες νεόπλασμα μετά τον καρκίνο του πνεύμονα και η πρώτη αιτία θανάτου γυναικών ηλικίας 40 έως 49 ετών. Η αιτιολογία του καρκίνου του μαστού παραμένει άγνωστη αλλά έχουν εντοπιστεί παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης της νόσου που είναι μεταξύ άλλων η πρώιμη εμμηναρχή (πριν το 12ο έτος), η καθυστερημένη εμμηνόπαυση, η ατοκία, η καθυστερημένη κύηση (στην ηλικία των 40), το έντονο στρες, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και το αλκοόλ.
Ο κ. Καλογεράκος, αναφερόμενος στη χειρουργική του μαστού εστίασε ιδιαίτερα στην ογκοπλαστική, δηλαδή την αποκατάσταση του μαστού στον ίδιο χρόνο με την μαστεκτομή (είτε αυτή είναι ολική είτε μερική), μία ταχέως αναπτυσσόμενη τεχνική που συμβάλλει στην καλύτερη ψυχολογία της ασθενούς. Οπως είπε ο κ. Καλογεράκος, «οι περισσότερες αποκαταστάσεις μαστού πραγματοποιούνται σε δεύτερο χρόνο από πλαστικούς χειρουργούς. Ωστόσο, ο φόβος πολλών γυναικών μπροστά στην επερχόμενη επέμβαση και η απόρριψη αισθητικά του εαυτού τους μετά τη μαστεκτομή επηρεάζει σημαντικά την αποδοχή των μετέπειτα θεραπειών.