Αναβλήθηκε η μήνυση του αντιεμβολιαστή γιατρού

Εναντίον δημοσιογράφων που κατηγορούνται για συκοφαντική δυσφήμιση επειδή κατέγραψαν αποφάσεις ιατρικών συλλόγων κατά τη διάρκεια της πανδημίας

Για τις 2 Μαρτίου 2026 αναβλήθηκε η εκδίκαση της μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμιση που κατέθεσε αντιεμβολιαστής γιατρός από τον Βόλο σε βάρος τριών δημοσιογράφων ενημερωτικών ιστοσελίδων με έδρα την Αθήνα.

Ο αντιεμβολιαστής γιατρός, ο οποίος αντίστοιχες μηνύσεις έχει καταθέσει και εναντίον δημοσιογράφων του Βόλου, που κατέγραψαν αποφάσεις τόσο του Ιατρικού Συλλόγου Μαγνησίας όσο και του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, που επέβαλαν εναντίον του πειθαρχικά μέτρα για απόψεις που εξέφραζε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, δεν παρέστη χθες στο δικαστήριο.

Μέσω του συνηγόρου του επικαλέστηκε λόγους υγείας και ζήτησε αναβολή, με το δικαστήριο να προσδιορίζει νέα ημερομηνία εκδίκασης, στις 2 Μαρτίου 2026.

Με αφορμή το δικαστήριο που τελικώς δεν έγινε χθες, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία «στηρίζει σθεναρά τις συναδέλφους Δήμητρα Τριανταφύλλου, Σταυρούλα Σπυριδάκου και Ελίνα Μπαχαρίδη, οι οποίες αντιμετωπίζουν αβάσιμες ποινικές κατηγορίες από αντιεμβολιαστή γιατρό για δημοσιεύματα στις ιστοσελίδες “kathimerini.gr” και “vradini.gr” αντίστοιχα. Τα πειθαρχικά όργανα του Ιατρικού Συλλόγου Μαγνησίας καθώς και του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου επέβαλαν πειθαρχικά μέτρα στον εν λόγω γιατρό, καθώς έκριναν ότι έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή ανθρώπων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Γι’ αυτό και η ποινική δικαιοσύνη ερευνά τη δράση του μετά από μηνύσεις συγγενών ασθενών.

Με μπαράζ μηνύσεων, ο αντιεμβολιαστής γιατρός ζητεί τις ποινικές διώξεις δημοσιογράφων από την Αθήνα και το Βόλο, μόνο και μόνο επειδή έκαναν τη δουλειά τους, καταγράφοντας μαρτυρίες των θυμάτων του αλλά και τις πειθαρχικές ποινές που του επιβλήθηκαν και, μάλιστα, χωρίς να τον κατονομάζουν.

Το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ καταγγέλλει την προσπάθεια φίμωσης με την υποβολή εκφοβιστικών μηνύσεων με το πρόσχημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, πρακτική που συνδυάζεται συχνά με καταχρηστικές αγωγές (SLAPP). Προσδοκούμε, ότι η αναμενόμενη ενσωμάτωση της anti-slapp ευρωπαϊκής οδηγίας θα εισφέρει επαρκή νομοθετικά και δικονομικά εργαλεία, ώστε να μπει επιτέλους φρένο σε ένα ολοέναι διογκούμενο φαινόμενο, το οποίο απειλεί την ενημέρωση και, κατ’ επέκταση, τη δημοκρατική λειτουργία».