Ανδρέας Ξανθός: Οι χαμηλές αμοιβές των γιατρών του ΕΣΥ δεν δικαιολογούν το “φακελάκι”


Από Βασίλη Βενιζέλο


Διαχρονικό φαινόμενο διαφθοράς, το οποίο δεν δικαιολογείται από τις χαμηλές, μνημονιακές αμοιβές των γιατρών του ΕΣΥ της χώρας μας, είναι το “φακελάκι”, τόνισε μεταξύ άλλων το Σάββατο 8 Απριλίου ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην ημερίδα για το “φακελάκι”, την οποία διοργανώνει η 7η Υγειονομική Περιφέρεια (ΥΠΕ) Κρήτης.

Συγκεκριμένα, ο Ανδρέας Ξανθός ανέφερε τα εξής στην ομιλία του:

“Πολύ σημαντική η  πρωτοβουλία της 7ης ΥΠΕ.  Για 1η φορά ένας φορέας της Πολιτείας συζητά ανοικτά ένα θέμα που όλοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν θέλει να θίξει, επειδή ακριβώς είναι μια παθογένεια του Συστήματος Υγείας που απαιτεί  βαθύτερες  αλλαγές στην οργάνωση του, στους μηχανισμούς ελέγχου, αλλά και στην κουλτούρα της κοινωνίας.  

Δομικό και διαχρονικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας του συστήματος  Υγείας της χώρας μας, αλλά και ενδημικό φαινόμενο σε όλα σχεδόν τα συστήματα υγείας. Το «φακελάκι» δεν σχετίζεται με το επίπεδο αμοιβών των γιατρών. Οι σημερινές αποδοχές των γιατρών του ΕΣΥ είναι όντως πολύ χαμηλές μετά τις περικοπές μισθών της πρώτης μνημονιακής περιόδου, αλλά αυτό το γεγονός δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογητική βάση   για το «φακελάκι».  Άλλωστε το φαινόμενο ήταν σε έξαρση ακόμα και όταν  οι μισθοί ήταν αξιοπρεπείς.

  

Ερμηνεία :

1.      Παράκαμψη μακροχρόνιων αναμονών για προγραμματισμό χειρουργείων,  εξειδικευμένων διαγνωστικών ή θεραπευτικών παρεμβάσεων κλπ

2.    Η πιο σημαντική αιτία όμως  είναι η ανάγκη των ασθενών να αισθανθούν ασφαλείς και σε προνομιακή σχέση με το γιατρό μπροστά  σε μια σημαντική απειλή για τη υγεία τους (χειρουργείο , ειδική επέμβαση πχ αγγειοπλαστική κλπ) ή σε μια ιδιαίτερη εμπειρία και ένα σημαντικό γεγονός όπως είναι η εγκυμοσύνη και ο τοκετός. Στην ουσία οι πολίτες καταφεύγουν ή ενδίδουν στο «φακελάκι» επειδή  δεν έχουν πειστεί ότι το Σύστημα Υγείας,  έτσι όπως είναι οργανωμένο, μπορεί να τους εξασφαλίσει αξιόπιστη φροντίδα χωρίς «μέσον» ή οικονομική συναλλαγή.

Μέτρα καταστολής:

1.      Πολιτικό σήμα ότι δεν υπάρχει ανοχή, συγκάλυψη ή προστασία του φαινομένου εξ’ αιτίας πελατειακών σχέσεων ή  ημετεροκρατίας. Κρίσιμος ο ρόλος των Διοικήσεων των νοσοκομείων, των ΥΠΕ και του Υπουργείου.

2.      Επανεξέταση  του θεσμικού πλαισίου, σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

3.      Αναδιοργάνωση της πειθαρχικής διαδικασίας, προτεραιοποίηση των περιστατικών διαφθοράς και χρηματισμού, νομική θωράκιση των Πειθαρχικών Συμβουλίων.

4.      Δυνατότητα  ανώνυμης καταγγελίας από ασθενή ή συγγενή  ( πχ μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας ) που θα ενεργοποιεί τους  ελεγκτικούς μηχανισμούς ( ΣΕΥΥΠ, ΣΔΟΕ ).

Μέτρα πρόληψης:

1.    Αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών του ΕΣΥ και μείωση των χρόνων αναμονής για χειρουργικές επεμβάσεις κλπ . Αυτό απαιτεί στοχευμένη ενίσχυση ορισμένων κρίσιμων τμημάτων (αναισθησιολογικά τμήματα, προσωπικό χειρουργείου, αιμοδυναμικά εργαστήρια, ειδικές μονάδες  κλπ  ) αλλά και καλύτερη οργάνωση των νοσοκομείων .

2.      Διαφάνεια στη διαχείριση των περιστατικών που είναι σε λίστα αναμονής (πχ λίστα χειρουργείου, ραντεβού στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία , κλίνες ΜΕΘ κλπ)

3.      Έμφαση στη προάσπιση των δικαιωμάτων, της ασφάλειας και της αξιοπρέπειας των ασθενών (Γραφεία Προστασίας Δικαιωμάτων στα νοσοκομεία). 

4.    Ενίσχυση της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης του προσωπικού και ειδικά των γιατρών, εδραίωση της κουλτούρας της τεκμηριωμένης ιατρικής αλλά και του συστηματικού ελέγχου και  αξιολόγησης της ποιότητας των υπηρεσιών, των κλινικών, των δομών, του ανθρώπινου δυναμικού  και συνολικά του Συστήματος υγείας. Έτσι μόνο μπορεί να ενισχυθεί το κλίμα εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Σύστημα Υγείας και τις διαδικασίες του και δεν θα αναζητείται «παράκαμψη» ή «ειδική σχέση».

Χρειάζονται, τέλος, διαδικασίες «αυτοκάθαρσης» με ευθύνη των συλλογικών οργάνων (επιστημονικών, συνδικαλιστικών) των γιατρών, αλλά κυρίως χρειάζεται ένα σταθερό κοινωνικό μέτωπο μεταξύ υγειονομικών, συλλόγων ασθενών και κοινωνικών φορέων, για την υπεράσπιση της Υγείας ως καθολικού κοινωνικού δικαιώματος, χωρίς διακρίσεις και ανισότητες στην πρόσβαση και στην ποιότητα της  φροντίδας”.