Της ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ / dliakopoulou@kathimerini.gr
Οι υψηλές προμήθειες, οι παραβιάσεις από τα δημόσια νοσοκομεία της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ως προς το κομμάτι της αγοράς ιατροτεχνολογικών προϊόντων, οι καθυστερήσεις εξόφλησης των χρεών τους, αλλά και τα ασαφή κριτήρια βάσει των οποίων επιλέχθηκαν κι εξακολουθούν εν πολλοίς να επιλέγονται οι προμηθευτές, συνθέτουν ένα περιβάλλον διαφθοράς, στο πλαίσιο του οποίου η ανάγκη των νοσοκομείων για ανεφοδιασμό ιατρικών ειδών συχνά συνδέεται με τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από ειδική έρευνα της European Profiles S.A., στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το κόστος ορισμένων ιατροτεχνολογικών προϊόντων γίνεται υψηλό λόγω των «ευαίσθητων αμοιβών», όπως τις ονομάζει. Τι εννοεί; Τις κάθε είδους προμήθειες που καταβάλλονται «δεξιά κι αριστερά» προκειμένου να προωθηθούν συγκεκριμένα προϊόντα. Οπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στην περίπτωση των βηματοδοτών ή των τεχνητών νεφρών. Στην έκθεση αναφέρεται, ως ενδεικτικό παράδειγμα, ότι οι προμήθειες που πληρώνονται για τους βηματοδότες, φτάνουν το 17% του λειτουργικού κόστους του προμηθευτή, το οποίο ενσωματώνεται στην τιμή της συσκευής που χρεώνεται στο Ασφαλιστικό Ταμείο.
Αυτή η σχέση εξάρτησης του προμηθευτή με τον ιατρό ή την εκάστοτε επιτροπή προμηθειών αποτελεί μία καθιερωμένη πρακτική που διαστρεβλώνει τους όρους του ανταγωνισμού στην αγορά και δημιουργεί ένα είδος «καθορισμού τιμών» σε υψηλά επίπεδα, προκειμένου να αντισταθμιστούν αυτές οι κρυμμένες δαπάνες, επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης.
Από την άλλη πλευρά, η τάση του υπουργείου Υγείας είναι να διαμορφώσει τις τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα για τα εξεταζόμενα είδη. Αυτό θα ασκήσει μια πίεση στις επιχειρήσεις, καθώς εάν δεν καταστεί δυνατό να «ξεριζωθεί» η πρακτική των υψηλών προμηθειών ως μέτρο προώθησης των πωλήσεών τους, τότε θα αναγκαστούν να μειώσουν τα περιθώρια κέρδους τους.
Την ίδια στιγμή, είναι γνωστή η αδυναμία ελέγχου της κατανάλωσης και των δαπανών που γίνονται στα δημόσια νοσοκομεία, καθώς το σύστημα διαχείρισης σχετικά με τον έλεγχο και την παρακολούθηση των προμηθειών στα δημόσια νοσοκομεία, ειδικά για τις προμήθειες, είναι ελλειπές. Αυτό έχει ως συνέπεια να πλάθεται εικόνα μίας αυξημένης ζήτησης (η οποία δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί) και αυτό με τη σειρά του δημιουργεί τα περιθώρια για ύπαρξη του μάλλον υψηλού αριθμού των προμηθευτών. Ετσι, έως ένα βαθμό δικαιολογείται και ο χαμηλός βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο.
Επίσης, από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου είναι και η πολιτική των καθυστερήσεων της εξόφλησης των χρεών.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ενώ η παράδοση των αγαθών είναι άμεση – μέχρι 30 ημέρες από την ημερομηνία της παραγγελίας, η εξόφλησή τους καθυστερεί πολύ. Μάλιστα, στα δημόσια νοσοκομεία ο χρόνος εξόφλησης μπορεί να φτάσει έως και τους 18 μήνες. Μέχρι το τέλος του 2004 το χρέος των δημόσιων νοσοκομείων προς τους προμηθευτές του ιατρικού εξοπλισμού ανήλθε σε 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που συνέβαλε στην αρνητική εικόνα του τζίρου και της ρευστότητας των εταιρειών αυτών.
Σε αυτό το ποσό, το 2005 προστέθηκε και ένα νέο χρέος, ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ και η κατάσταση αυτή συνεχίζεται και στα επόμενα χρόνια. H συσσώρευση των χρεών προκαλεί δυσφορία στους ασφαλιστικούς οργανισμούς οι οποίοι φτάνουν σε σημείο αδυναμίας κάλυψης και πληρωμής των δαπανών περίθαλψης των ασφαλισμένων τους.
Αυτή η διευθέτηση του χρέους σε ανεξόφλητα τιμολόγια μέχρι και το 2004, υπολογίζεται ότι θα οδηγήσει σε μια απώλεια κέρδους 50 εκατομμυρίων ευρώ για τις εταιρείες του κλάδου και αυτό με τη σειρά του εκτιμάται ότι θα επιδεινώσει το πρόβλημα ρευστότητας του κλάδου. Η μέση γενική ρευστότητα των επιχειρήσεων του τομέα κατά τη διάρκεια 2001-2005 ήταν 1,29 ενώ η μέση ειδική ρευστότητα ήταν 1,05 και η ταμειακή ροή 0,07. Οι χαμηλές αναλογίες ρευστότητας απεικονίζουν τους δυσμενείς όρους των συναλλαγών, αναφέρεται στην έρευνα της European Profiles.
Ζήτημα, εξάλλου, υπάρχει και στα κριτήρια επιλογής των προσφορών από τα δημόσια νοσοκομεία, καθώς φαίνεται πως υπάρχει μία διαδεδομένη πρακτική να απορρίπτονται προσφορές με υποτιθέμενη κακή ποιότητα προϊόντων, παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά είναι πιστοποιημένα σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Από την πλευρά της, η Ε.Ε. θεωρεί ότι αυτή η πρακτική παραβιάζει και τις δύο οδηγίες 93/36/EEC (δημόσιες συμβάσεις ανεφοδιασμού) και 93/42/EEC (ιατρικές συσκευές). Οι ελληνικές αρχές δεν αμφισβητούν αυτήν την παραβίαση και παρά τα μέτρα που έχουν λάβει από το 2004, ύστερα από την παρέμβαση της Επιτροπής, για να παύσουν αυτήν την παράβαση, τα προβλήματα δυστυχώς παραμένουν ακόμη σε πολλά νοσοκομεία της χώρας.
Αυτό οδήγησε την Ε.Ε. στην απόφαση να αναφέρει την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για την παραβίαση των οδηγιών 93/36/EEC και το 2004/18 (δημόσιες συμβάσεις ανεφοδιασμού).