ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ- Νόμιμη η αναγραφή του ΑΜΚΑ


Ο 11ψήφιος αριθμός, στα συνταγολόγια, δεν αντίκειται στην αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων

Προσωπικά δεδομένα και αναγραφή ΑΜΚΑ ιατρών και φαρμακοποιών στα συνταγολόγια των ασφαλιστικών οργανισμών. (Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, απόφ. 56/2010)

Ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) έχει καθιερωθεί ως ένας 11ψήφιος αριθμός, που αποδίδεται σε κάθε υπόχρεο, δηλαδή σε όλους τους ασφαλισμένους και στους συνταξιούχους, καθώς επίσης και σε κάθε πρόσωπο που εργάζεται ή πρόκειται να αναλάβει εργασία εντός των ορίων της χώρας. Ο ΑΜΚΑ είναι μοναδικός και δηλώνει έναν υπόχρεο. Αποτελείται από τρία τμήματα, από τον συνδυασμό των οποίων προκύπτει και η μοναδικότητά του: (α) το πρώτο τμήμα είναι 6ψήφιο και δηλώνει την ημερομηνία γέννησης (ημέρα / μήνας / έτος) του συγκεκριμένου υπόχρεου, (β) το δεύτερο τμήμα είναι 4ψήφιο και δηλώνει τον αύξοντα αριθμό καταχώρισης του υπόχρεου στο οικείο Εθνικό Μητρώο μέσα στην ίδια ημερομηνία γέννησης και (γ) το τρίτο τμήμα είναι μονοψήφιο και αποτελεί χαρακτήρα ελέγχου που δίνεται από τη μηχανογράφηση.

Με την παρούσα απόφαση κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η νομοθετημένη υποχρέωση αναγραφής του ΑΜΚΑ του ιατρού και του φαρμακοποιού κατά τη συνταγογράφηση φαρμάκων, για την εξυπηρέτηση του σκοπού ελέγχου των δημοσίων δαπανών υγείας, δεν αντίκειται στη συνταγματική επιταγή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 Συντάγματος), στο άρθρ. 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, που επιτάσσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και στο αντίστοιχο άρθρ. 4 του Ν. 2472/1997, που μεταφέρει την Οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη.

Καταδίκη για στέρηση μέρους της σύνταξης του ΙΚΑ του καταδικασθέντος για κακούργημα. (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 22.10.2009, Aποστολάκης κατά Ελλάδος)

Ο προσφεύγων Ελληνας υπήκοος γεννήθηκε το 1938 και από ηλικίας 18 ετών εργάσθηκε ως υπάλληλος του ΤΕΒΕ, ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Το έτος 1998 καταδικάσθηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ένδεκα ετών, από το Εφετείο Αθηνών, για συνέργεια σε πλαστογραφία.

Ο προσφεύγων από το έτος 1987 είχε συμπληρώσει υπερτριακονταετή συντάξιμη υπηρεσία και ελάμβανε σύνταξη από το ΙΚΑ. Μετά την ποινική του καταδίκη, ο αρμόδιος διευθυντής του ΙΚΑ, με απόφασή του, μέρος της σύνταξής του (το 40% περίπου) παραχώρησε στη σύζυγο και τη θυγατέρα του, για το υπόλοιπο της ζωής του. Η σχετική προσφυγή του απορρίφθηκε από την προϊσταμένη αρχή του ΙΚΑ και εν συνεχεία από το Ελεγκτικό Συνέδριο σε Ολομέλεια.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δέχθηκε ότι, παρόλο που το δικαίωμα στη σύνταξη δεν είναι εγγυημένο ευθέως από τη Σύμβαση, αναγνωρίζεται όμως ως σχετιζόμενο με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Κατά την άποψη του ίδιου δικαστηρίου, η καταδίκη του προσφεύγοντος από τα ποινικά δικαστήρια που οδήγησε σε στέρηση της σύνταξής του δεν συνδέεται αιτιωδώς με τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά του δικαιώματα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκτιμά ότι στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος που δεν δικαιολογείται από την καλή λειτουργία της διοίκησης και την αξιοπιστία και ακεραιότητα της δημόσιας υπηρεσίας που επικαλέσθηκε η ελληνική κυβέρνηση.

Καταδίκη της Ελλάδος για υπερβολική καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης. (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 15.7.2010, Κοταρίδης κατά Ελλάδος)

Ο προσφεύγων Ελληνας υπήκοος γεννήθηκε το 1937. Στις 8.5.1992 ο Ι.Κ. άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή κατά του προσφεύγοντος και της εταιρείας του ζητώντας την καταβολή χρηματικού ποσού που είχε πληρώσει για την εξυπηρέτηση ασφάλειας τραπεζικού δανείου του.

Η αρχικά ορισθείσα δικάσιμος της 8.5.1992 αναβλήθηκε δύο φορές, λόγω αποχής των δικηγόρων, και τελικά η αγωγή δικάστηκε στις 7.4.1992 και στις 25.6.1992 απορρίφθηκε λόγω αοριστίας. Η νέα αγωγή που ασκήθηκε στις 28.1.1994 εισήχθη στο δικαστήριο στις 14.4.1994 και μετ’ αναβολή λόγω αποχής των δικηγόρων συζητήθηκε τελικά στις 12.1.1995. Εκδόθηκε απόφαση περί αποδείξεως με μάρτυρες στις 19.4.1996. Ο ενάγων (αντίδικος του προσφεύγοντος) απεβίωσε στις 9.4.1996 και υπεισήλθαν στη θέση του οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του.

Η εξέταση των μαρτύρων άρχισε στις 4.12.1995 και περατώθηκε στις 5.2.2001. Οι νέοι διάδικοι του αποβιώσαντος στις 19.4.2001 ζήτησαν τον ορισμό δικασίμου και η υπόθεση μετά δύο αναβολές συζητήθηκε στις 22.1.2003. Στις 20.3.2003 το Πρωτοδικείο εξέδωσε απόφαση με την οποία υποχρέωσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει στους αντιδίκους του το ποσό των 105.861,79 ευρώ.

Ο προσφεύγων άσκησε στις 5.5.2003 έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών και η υπόθεση, μετ’ αναβολή, δικάστηκε στις 20.5.2004, διότι ο προσφεύγων άσκησε πρόσθετους λόγους εφέσεως. Στις 25.6.2004 το Εφετείο απέρριψε την έφεση, διότι δέχθηκε ότι η εγγύηση του Ι.Κ. αποτελούσε εγγύηση όχι χαριστική, αλλά βάσει εντολής. Στις 18.10.2004 ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση, η οποία, έπειτα από αναβολή, κατ’ αίτηση των διαδίκων, δικάστηκε στις 4.12.2006. Στις 18.6.2007 ο Αρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του προσφεύγοντος.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπενθυμίζει ότι το εύλογο της διάρκειας μιας δίκης εκτιμάται σύμφωνα με τις συνθήκες της υπόθεσης και ειδικότερα της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος, καθώς και των αρμόδιων αρχών και της συμβολής των ενδιαφερομένων στις καθυστερήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αν αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα που διέρρευσαν άπρακτα λόγων των αναβολών που ζήτησαν οι διάδικοι και της αποχής των δικηγόρων, παρά ταύτα παραμένει υπόλοιπο χρόνου δέκα ετών και τριών μηνών στα τρία δικαστήρια, περίοδος που δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από τη συμπεριφορά των δικαστικών αρχών. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επ’ αυτού υπενθυμίζει ότι ακόμη και στα δικαστικά συστήματα, όπου η επίσπευση της δίκης αφήνεται στη διάθεση των διαδίκων, δεν απαλλάσσει τους δικαστές από την υποχρέωση να διασφαλίσουν την ταχύτητα που επιβάλλει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Δέχθηκε την προσφυγή κατά το σκέλος της για παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, λόγω υπέρβασης της εύλογης προθεσμίας για την περάτωση της δίκης, και καταδίκασε την Ελλάδα να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ, χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.