Ψυμίθιο (ετυμολογία) λευκός ανθρακικός μόλυβδος. Χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σαν καλλυντικό. Κατέληξε συνώνυμο των λέξεων καλλυντικό, φτιασίδι.
Ψυμιθιολόγος: (νεολογισμός) ο μακιγιέρ.
♦
Και ξαφνικά μας προέκυψε ως ψυμιθιολόγος ο Άδωνις Γεωργιάδης.
Και θα περίμενε κανείς οτι αυτός, ένας ρέκτης (όπως παρουσιάζεται) της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μετά από δέκα χρόνια που θήτευσε στο Πανεπιστήμιο ως φοιτητης, θα είχε λίγη περισσότερη κατανόηση του αριστοφανικού χιούμορ, παρότι η εν γενεί δημόσια παρουσία του παραπέμπει περισσότερο σε αριστοφανικό ήρωα και λιγότερο σε κυβερνητικό αξιωματούχο.
Αν το δει κανείς από άλλη σκοπιά δικαιωματικά ασχολείται ο υπουργός με την Ψίμυθο, διότι ούτως ή άλλως όλη η δραστηριότητα του στο ΕΣΥ εξαντλείται αποκλειστικά με το μακιγιάρισμα της κατάστασης..