Οι ασθενείς αναγκάζονται να προσφεύγουν σε ιδιωτικά κέντρα
Της Πεννυς Μπουλουτζα
Πανάκριβα κοστίζουν –χωρίς να συνυπολογίζεται το ψυχικό κόστος– οι παθογένειες του συστήματος υγείας της χώρας μας και στους μεταμοσχευμένους ασθενείς. Σε ετήσια βάση, κάθε μεταμοσχευμένος ασθενής πληρώνει από την τσέπη του κατά μέσον όρο 1.000 ευρώ για εξετάσεις που αναγκάζεται να κάνει σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, καθώς ο εξοπλισμός των δημόσιων νοσοκομείων είτε δεν επαρκεί είτε είναι «εκτός λειτουργίας» λόγω βλαβών.
Οπως εξηγεί στην «Κ» ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Μεταμοσχευμένων εκ Νεφρού –αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των μεταμοσχευμένων– κ. Χρήστος Σβάρνας, όσοι έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση λαμβάνουν μεγάλο αριθμό φαρμάκων που μπορεί να επηρεάσουν ζωτικά τους όργανα. Επομένως, εκτός από την τακτική ιατρική παρακολούθηση, υποβάλλονται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο και σε μια σειρά άλλων εξετάσεων, όπως π. χ. καρδιολογικές, δερματολογικές, παρακολούθησης θυρεοειδούς κ. ά. «Συχνά τα μηχανήματα των δημόσιων νοσοκομείων είναι χαλασμένα ή υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στις εξετάσεις. Αλλες φορές οδηγούμαστε στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα με το αιτιολογικό ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων εκεί βγαίνουν πιο γρήγορα ή ότι είναι πιο αξιόπιστα», σημειώνει ο κ. Σβάρνας και «το κάθε ιδιωτικό κέντρο έχει συγκεκριμένο μηνιαίο “πλαφόν” στη σύμβασή του με τα Ταμεία για εξετάσεις στους ασφαλισμένους. Συνήθως το πλαφόν αυτό έχει ήδη καλυφθεί, με αποτέλεσμα, προκειμένου να μην περιμένουμε για μήνες, να πληρώνουμε από την τσέπη μας για τις εξετάσεις. Και πρέπει να τονιστεί ότι ένας μεταμοσχευμένος ασθενής είναι ιδιαίτερη ιατρική περίπτωση και δεν μπορεί να περιμένει».
Αντίστοιχο πρόβλημα παρατηρείται και στις τακτικές εξετάσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εξέτασης για τη μέτρηση των επιπέδων του Certican (φάρμακο που λαμβάνουν οι μεταμοσχευμένοι) και στην οποία υποβάλλονται οι ασθενείς τουλάχιστον κάθε δύο μήνες. Οπως επισημαίνει ο κ. Σβάρνας, «εδώ και έξι μήνες η εξέταση δεν γίνεται στο Λαϊκό Νοσοκομείο, λόγω βλάβης μηχανήματος. Οι ασθενείς μεταβαίνουν στο Ωνάσειο για τη συγκεκριμένη εξέταση, που κοστίζει 35 ευρώ. Το Ταμείο τους καλύπτει τα 4 ευρώ». Σημειώνεται ότι στη σχετική μονάδα του Λαϊκού παρακολουθούνται περισσότεροι από 1.800 μεταμοσχευθέντες εκ νεφρού σε σύνολο 2.700.
Οπως επισημαίνει ο κ. Σβάρνας, «σύμφωνα με υπολογισμούς του συλλόγου μας, το κόστος των εξετάσεων σε ιδιωτικά κέντρα που πληρώνουμε από την τσέπη φτάνει κατά μέσον όρο το ποσό των 1.000 ευρώ τον χρόνο». Για το θέμα αυτό, ο σύλλογος έχει ενημερώσει κατ’ επανάληψιν το υπουργείο Υγείας και τις διοικήσεις των ασφαλιστικών οργανισμών, ενώ πριν από περίπου δύο εβδομάδες το Δ. Σ. του συλλόγου συναντήθηκε με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Υγείας, κ. Νίκο Πολύζο, προκειμένου να τον ενημερώσει για το θέμα.
Στο υπόμνημα που κατέθεσε ο σύλλογος στο υπουργείο Υγείας καταγράφονται και τα εκρηκτικά προβλήματα υποδομών – στελέχωσης που υπάρχουν στα μεταμοσχευτικά κέντρα. Αυτήν τη στιγμή λειτουργούν τέσσερα κέντρα για μεταμοσχεύσεις νεφρού, στο Λαϊκό, στον Ευαγγελισμό, στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστημιακό Ρίου. Το νέο μεταμοσχευτικό κέντρο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, ενώ έχει θεσμοθετηθεί από τα μέσα του 2009, δεν έχει ακόμη λειτουργήσει.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο υπόμνημα για τη μονάδα του Λαϊκού, «τα εξωτερικά ιατρεία των μεταμοσχευμένων φιλοξενούνται σε ένα χώρο των 50 τ. μ. Στον ίδιο χώρο των εξωτερικών ιατρείων που πριν από 30 χρόνια εξυπηρετούσε 5 – 10 ασθενείς, σήμερα στοιβάζονται 60 – 80 άτομα»… «Ο χώρος αναμονής έξω από τα εξωτερικά ιατρεία είναι 20 τ. μ. Στον ίδιο χώρο μαζί με τους μεταμοσχευμένους περιμένουν και άλλοι ασθενείς διαφόρων παθήσεων, με κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών».
Για τη μονάδα του Ευαγγελισμού, αναφέρεται στο υπόμνημα ότι «είναι διασπασμένη σε δύο μέρη». Τέσσερις κλίνες της μονάδας είναι στο ισόγειο του παλαιού κτιρίου και άλλες τέσσερις φιλοξενούνται στη γυναικολογική κλινική του κτιρίου Πατέρα του 4ου ορόφου. «Η μονάδα μεταμόσχευσης στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται σε απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις», υπογραμμίζει ο σύλλογος, προσθέτοντας ότι το νοσηλευτικό προσωπικό είναι οριακό και υπάρχουν μόνο δέκα κλίνες ενώ οι ανάγκες ξεπερνούν τις 25. Τέλος, το Νοσοκομείο Ρίου δεν έχει ανοσολογικό εργαστήριο και το κέντρο εξυπηρετείται από το αντίστοιχο εργαστήριο νοσοκομείου των Αθηνών.