Η καθιέρωση ή μη του 65ωρου και η αναθεώρηση της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας θα κριθεί ουσιαστικά στο Ευρωκοινοβούλιο. Ως εκ τούτου, αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η στάση που θα τηρήσουν οι ευρωβουλευτές και του κυβερνητικού κόμματος μετά και την αντίθεση που εξέφρασε η υπουργός Απασχόλησης, κ. Πετραλιά στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών στο Λουξεμβούργο.
Χθες, σε ανακοίνωσή της η υπουργός Απασχόλησης επεσήμανε ότι «η Ελλάδα δεν συζητάει ούτε αύξηση των ωρών εργασίας ούτε μείωση της προστασίας των εργαζομένων». Η κ. Πετραλιά διευκρινίζει ότι «η Ελλάδα διαφώνησε με τη θέση της προεδρίας και αντιτάχθηκε στις θέσεις που ακούστηκαν στο συμβούλιο των υπουργών», καθώς επίσης ότι «δεν υπήρξε ψηφοφορία και ότι η χώρα μας, μαζί με άλλες τέσσερις χώρες-μέλη (Ισπανία, Κύπρο, Βέλγιο, Ουγγαρία), δημιούργησε ομάδα, η οποία εξέφρασε με κοινή δήλωση την πλήρη διαφωνία της». Η κ. Πετραλιά κάνει λόγο για «μάχη με στόχο καμία ευρωπαϊκή χώρα να μην έχει το δικαίωμα να υπερβεί τις 48 ώρες εργασίας και να φθάσει στην οροφή των 60 ή των 65 ωρών». Στη βάση αυτή τα επόμενα βήματα, όπως σημειώνει θα είναι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και υπογραμμίζει ότι «σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει καμία έκπτωση στη θωράκιση και ενίσχυση των δικαιωμάτων των εργαζομένων».
Σύμφωνα άλλωστε και με την ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας, διευκρινίζεται ότι η ελληνική πλευρά κατέθεσε κοινή Δήλωση με τις τέσσερις άλλες χώρες, τονίζοντας τη ριζική της αντίθεση με τις προταθείσες εξαιρέσεις από τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας». Οι ελληνικές θέσεις συνοψίζονται στην ευλαβική τήρηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας των 48 ωρών και να διατηρηθούν οι προστατευτικές ρυθμίσεις για τις βραχυχρόνιες συμβάσεις διάρκειας 4 μηνών. Διευκρινίζεται επίσης ότι η Ελλάδα ουδέποτε έκανε χρήση της ρήτρας εξαίρεσης (opt out) που προβλέπεται από την υπάρχουσα οδηγία και ούτε πρόκειται να τη χρησιμοποιήσει στο μέλλον. Επιπροσθέτως ζήτησε να υπάρξει ρητά η καταληκτική ημερομηνία για την τελική κατάργηση της ρήτρας αυτοεξαίρεσης.
Διευκρινίσεις για το θέμα έδωσε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Θ. Ρουσόπουλος, επισημαίνοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι υπόλοιπες τέσσερις κυβερνήσεις, δήλωσαν ότι δεν συμφωνούν στη ρύθμιση. Ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε καταψήφιση, ήταν γιατί υπήρχε η πληροφορία ότι ίσως να ήταν λιγότερες οι χώρες οι οποίες θα ήταν πρόθυμες να καταψηφίσουν, από τις χώρες που ήταν πρόθυμες να δηλώσουν en block ότι δεν συμφωνούν». Οπως κατέληξε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «έχει σημασία σε αυτές τις περιπτώσεις να μη μένει ένας ή δύο, αλλά όσοι περισσότεροι γίνεται για να μπορέσεις στο επόμενο βήμα να πιέσεις ακόμη περισσότερο».
Αντιδράσεις
Για απαράδεκτη και αντεργατική απόφαση του συμβουλίου των υπουργών Απασχόλησης των χωρών-μελών της Ε.Ε. κάνει λόγο η ΓΣΕΕ με ανακοίνωσή της, σημειώνοντας τον κίνδυνο να διευρυνθεί ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας έως τις 72 ώρες. Η ΓΣΕΕ σημειώνει επίσης ότι «η μέχρι χθες άρνηση της χώρας στο ζήτημα αυτό, αυτή τη φορά έγινε αδικαιολόγητα αποχή-αποδοχή» και καλώντας την κυβέρνηση να επανακαθορίσει τη στάση της, προειδοποιεί ότι «η τυχόν υπερψήφιση αυτής της απόφασης των υπουργών Απασχόλησης θα προκαλέσει σφοδρότατες αντιδράσεις των συνδικάτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος με δήλωσή του κάνει λόγο «για απαράδεκτη εξέλιξη που υπονομεύει θεσμικά το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική Ευρώπη». Σημειώνει ότι «η κυβέρνηση δεν αντιτάχθηκε σε αυτή την απόφαση», την οποία χαρακτηρίζει «ακραία» και προειδοποιεί με τη σειρά του ότι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ στην Ελλάδα, αλλά και η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) θα αντιδράσουν δυναμικά στο ενδεχόμενο θεσμοθέτησης αυτής της απόφασης.
Ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ κ. Κ. Πουπάκης δήλωσε την αντίθεσή του «σε οποιαδήποτε εξέλιξη που αφήνει περιθώριο υποβάθμισης των εργασιακών δικαιωμάτων και κυρίως των κανόνων που δίνουν τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης στους εργαζόμενους». Ο κ. Πουπάκης κάλεσε σε διάλογο κυβέρνηση, συνδικάτα και εργοδότες, που όπως είπε έχουν ωφεληθεί πολλά τα τελευταία χρόνια, «προκειμένου να βάλουν από κοινού κανόνες στα ανοικτά εργασιακά θέματα, τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, όπως οι συμβάσεις έργου και προσωρινής απασχόλησης, οι ενοικιαζόμενοι κ.λπ. και να μπει τέλος στο φαινόμενο της αναρχίας, το οποίο έχει διογκωθεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική αγορά εργασίας».
Καταγγελτικό ήταν τέλος στην ανακοίνωσή του το ΕΚΑ, κάνοντας λόγο για «εργασιακό μεσαίωνα», αλλά και για «προκλητική αποχή της χώρας μας στη διαδικασία λήψης της απόφασης».
|