Δημοτικά ιατρεία: Εμειναν στο ’80

Εδώ και 20 χρόνια τα δημοτικά ιατρεία του κέντρου της Αθήνας λειτουργούν, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν γιατροί και ασθενείς. Με το μισό ιατρικό προσωπικό από αυτό που χρειάζεται, με νοσηλευτές που δεν επαρκούν για να καλυφθούν οι βάρδιες και με παλιό εξοπλισμό, οι εργαζόμενοι προσπαθούν να παράσχουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας που δεν απαιτούν εισαγωγή σε νοσοκομείο.

Για να καλυφθούν οι ανάγκες οι γιατροί μετακινούνται σε 2-3 ιατρεία την εβδομάδα. Δύο οφθαλμίατροι, δύο παιδίατροι και ένας ωτορινολαρυγγολόγος και για τα επτά δημοτικά ιατρεία. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αν πρέπει ένας ασθενής να επανεξεταστεί, μπορεί να χρειαστεί να περιμένει πολύ… Οι νοσηλευτές ήταν μέχρι πρόσφατα μόλις 11 συνολικά, αλλά προσελήφθησαν άλλοι οκτώ. Ακόμη και τώρα όμως οι ανάγκες δεν καλύπτονται, αφού μία νοσοκόμα προσπαθεί πολλές φορές να εξυπηρετήσει πέντε τμήματα του ίδιου ιατρείου που λειτουργούν ταυτόχρονα.

«Τα ιατρεία του δήμου της Αθήνας», λέει ο κ. Τάσος Τσαγκάρης, πρόεδρος του συλλόγου των γιατρών Δήμου Αθηναίων (ΣΙΔΑ), «σωστά έχουν σχεδιαστεί να παρέχουν προληπτική και συμβουλευτική ιατρική. Μερικές φορές, ωστόσο, μπορεί να χρειαστεί ένας ασθενής την παροχή πιο εξειδικευμένων υπηρεσιών υγείας. Τα ιατρεία όμως είναι ουσιαστικά νομικά μετέωρα, αφού δεν έχουν άδεια λειτουργίας από το υπουργείο Υγείας, γιατί ανήκουν στο δήμο. Αν χρειαστεί να γίνει μια μικροεπέμβαση, την ευθύνη την αναλαμβάνει προσωπικά ο ίδιος ο γιατρός, ο οποίος όμως δεν είναι θεσμικά κατοχυρωμένος. Αν κάτι προκύψει, επομένως, ενδέχεται ο ασθενής να στραφεί εναντίον του γιατρού». Σύμφωνα με το σύλλογο των εργαζομένων, τα ιατρεία πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να αναβαθμιστεί η υλικοτεχνική τους υποδομή και να ενισχυθεί το προσωπικό τους. Οι ασθενείς μπορούν να κάνουν δωρεάν γενικές μικροβιολογικές εξετάσεις, Παπ τεστ και καρδιογράφημα.

Ο Δήμος Αθηναίων προχώρησε πρόσφατα σε πενταετή προγραμματική σύμβαση με το υπουργείο Υγείας. Ο κ. Παναγιώτης Κοντολέων, μέλος του Ιατρικού Συλλόγου της Αθήνας και της επιτροπής Υγείας του δήμου, λέει ότι στην ουσία προγραμματίζεται η μεταβίβαση της πληρωμής του ιατρικού, αλλά και του υπόλοιπου προσωπικού των ιατρείων, στα κοινοτικά προγράμματα. «Πρακτικά ο δήμος με τη σύμβαση εκχωρεί την αναβάθμιση των δημοτικών ιατρείων στα ευρωπαϊκά προγράμματα, χωρίς καμία επιστημονική και οργανωτική διασύνδεσή τους με το Εθνικό Σύστημα Υγείας». Σύμφωνα με τον κ. Κοντολέοντα, το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού δεν θα είναι πλέον μόνιμο, αλλά θα προσλαμβάνεται με συμβάσεις με ευρωπαϊκά προγράμματα. «Αυτό», όπως λέει, «είναι πιθανό να δημιουργήσει μεγαλύτερες ελλείψεις και προβλήματα στη λειτουργία των ιατρείων».

Η κυρία Αλεξία Εβερτ-Αλβέρτη, αντιδήμαρχος Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αρμόδια για θέματα προληπτικής ιατρικής και υγείας, σημειώνει ότι στις μονάδες προληπτικής ιατρικής της Ευρώπης δεν υπάρχει ένας γιατρός ανά ειδικότητα. «Στην πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας πρέπει να υπάρχουν γενικοί γιατροί και γι’ αυτό τοποθετήσαμε έναν σε κάθε δημοτικό ιατρείο. Το τελευταίο διάστημα προσελήφθησαν συνολικά 42 εργαζόμενοι, όχι μόνο γιατροί και νοσηλευτές, αλλά και κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι και διοικητικό προσωπικό. Δώσαμε έμφαση και στην ψυχική υγεία η οποία είναι σημαντική στην πρωτοβάθμια περίθαλψη». Σύμφωνα με την κυρία Εβερτ, η προγραμματική σύμβαση υπογράφηκε με σκοπό να αναβαθμιστούν τα δημοτικά ιατρεία και να γίνουν κέντρα υγείας αστικού τύπου. «Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα», λέει, «θα εκσυγχρονιστεί ο εξοπλισμός –ήδη έχουν παραγγελθεί σύγχρονα ιατρικά μηχανήματα–, ενώ σχεδιάζεται η δημιουργία ενός ακόμα