Εισήγηση Α.Ξανθού στο ν/σ για ΠΦΥ-ΕΟΠΥΥ
Νεοφιλελευθερισμός και επιχειρηματικά συμφέροντα καθορίζουν τις αλλαγές στην Υγεία
Η κυβέρνηση φέρνει για ψήφιση στη Βουλή , σε μια συγκυρία υγειονομικής κρίσης που ανέδειξε το διαχρονικό έλλειμα υπηρεσιών ΠΦΥ και την ανάγκη ενδυνάμωσης των δημόσιων δομών υγείας σε όλα τα επίπεδα , ένα νομοσχέδιο για την ΠΦΥ και τον ΕΟΠΥΥ που δεν παίρνει υπόψη του κανένα από τα διδάγματα της πανδημίας . Η κεντρική λογική που διέπει το ν/σ είναι η εξής: αντί για ανάπτυξη και αναβάθμιση των δημόσιων δομών ΠΦΥ , αντί για νέο και πιο ελκυστικό πλαίσιο κινήτρων για τη στελέχωση των Κέντρων Υγείας και των ΤΟΜΥ με οικογενειακούς γιατρούς και γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η κυβέρνηση ευνοεί την ανάπτυξη των ιδιωτικών υπηρεσιών ΠΦΥ και διευκολύνει την προνομιακή συνεργασία του ΕΣΥ με ιδιώτες γιατρούς και επιχειρηματίες υγείας . Η στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης είναι η υποβάθμιση και απαξίωση των δημόσιων δομών υγείας ( με βάση τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι το Κράτος είναι προβληματικό και ότι η ιδιωτικοποίηση είναι η λύση σε κάθε πρόβλημα ) και στη συνέχεια η επίκληση των ελλείψεων και των προβλημάτων τους για να «αγοράσει» υπηρεσίες από ιδιώτες παρόχους . Έτσι όμως το Υπουργείο Υγείας δίνει κίνητρα για να εγκαταλείψουν τις δημόσιες δομές οι γιατροί και να συμβάλλονται ως ιδιώτες με τον ΕΟΠΥΥ ή και να παρέχουν υπηρεσίες εντός του ΕΣΥ . Αυτό δεν είναι μεταρρύθμιση αλλά διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας. Που θα δημιουργήσει εμπόδια πρόσβασης στις αναγκαίες υπηρεσίες, θα αυξήσει την ιδιωτική δαπάνη και τις ανισότητες στην υγεία και θα ευνοήσει μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα στο χώρο της διάγνωσης και της προνοσοκομειακής φροντίδας.
Το μείζον λοιπόν θέμα με το ν/σ και τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στην Υγεία και ειδικά στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα (ΠΦΥ) , είναι ότι επαναφέρουν ως λύση τον χρεωκοπημένο νεοφιλελευθερισμό , δηλαδή τη «συνταγή» της συρρίκνωσης των δημόσιων συστημάτων υγείας και της επέκτασης της ιδιωτικής αγοράς , που όμως αποδείχθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει την πρόκληση της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης . Γι’ αυτό και η κυβέρνηση εγκατέλειψε συνολικά τις δημόσιες δομές ΠΦΥ και ειδικά τις ΤΟΜΥ , τις νέες αποκεντρωμένες δομές οικογενειακής φροντίδας ανέπτυξε ο ΣΥΡΙΖΑ , μη εμπλέκοντας τις ενεργά στην πανδημία. Δεν έγιναν προσλήψεις στην ΠΦΥ , δεν ενσωματώθηκαν τα ΚΥ στο σχεδιασμό για την προνοσοκομειακή φροντίδα και την κατ’οίκον παρακολούθηση των περιστατικών covid , αποψιλώθηκαν από ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό με μετακινήσεις στα νοσοκομεία, δεν υπήρξε προοπτική αναβάθμισης αλλά , αντίθετα, απαξίωσης των δημόσιων δομών ΠΦΥ και του ανθρώπινου δυναμικού τους .
Το 2017 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δρομολόγησε μια πολύ σημαντική μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ , με επίκεντρο το θεσμό του οικογενειακού γιατρού και της διεπιστημονικής ομάδας υγείας ( νοσηλευτής-επισκέπτης υγείας-κοινωνικός λειτουργός) που αποτελούν το πρώτο σημείο «επαφής» του πολίτη με το σύστημα υγείας , παρέχουν υπηρεσίες σε αποκεντρωμένες δημόσιες δομές ( ΤΟΜΥ), δίνοντας έμφαση όχι μόνο στην παρακολούθηση χρόνιων ασθενών αλλά στην πρόληψη και προαγωγή της υγείας , στην ολιστική οικογενειακή και κοινοτική φροντίδα , στη σχολική υγεία , στην ιατρική της εργασίας , στην παρέμβαση στην κοινότητα και στην αγωγή υγείας του πληθυσμού. Η αλλαγή αυτή , η οποία συνδυάστηκε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στήριξη των υπόλοιπων δημόσιων δομών ( Κέντρα Υγείας αγροτικού και αστικού τύπου , ΠΠΙ ) και χρηματοδοτήθηκε αναγκαστικά από ευρωπαϊκούς πόρους , αποτέλεσε για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη και συνεκτική νομοθετική παρέμβαση στην ΠΦΥ που δεν έμεινε στα χαρτιά αλλά άρχισε να υλοποιείται . Με προβλήματα και δυσκολίες αλλά και με μετρήσιμα βήματα : το καλοκαίρι του 2019 λειτουργούσαν οι 127 πρώτες ΤΟΜΥ σε όλη τη χώρα, αφήνοντας ήδη πολύ σημαντικό αποτύπωμα στην καθολική και ισότιμη φροντίδα των πολιτών. Και έχοντας ήδη αξιολογηθεί θετικά τόσο από ειδική ομάδα εξωτερικών αξιολογητών και εμπειρογνωμόνων (που ορίστηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση ) όσο και από τους εξυπηρετούμενους πολίτες . Είναι γνωστό επίσης , ότι υπάρχει δέσμευση της χώρας έναντι της ΕΕ για την ολοκλήρωση αυτής της μεταρρύθμισης και τη βιωσιμότητα των ΤΟΜΥ μετά τη λήξη του 4ετους χρηματοδοτικού προγράμματος, ενσωματώνοντας οργανικά τις νέες δομές και το προσωπικό τους στο ΕΣΥ και διασφαλίζοντας τη συνέχιση της λειτουργίας τους. Παράλληλα όμως με την ανάπτυξη των ΤΟΜΥ και την αξιοποίηση ιατρικού δυναμικού των Κέντρων Υγείας ως οικογενειακών γιατρών, επιχειρήθηκε η αξιοποίηση και συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ γιατρών σε αντίστοιχη λογική εγγεγραμμένου πληθυσμού/οικογενειακό γιατρό και αποζημίωσή με βάση του συνολικού αριθμού εγγεγραμμένων πολιτών (σύστημα capitation). Ο πολίτης, ασφαλισμένος ή ανασφάλιστος , συνέχιζε να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα νοσοκομεία για έκτακτα και επείγοντα περιστατικά, έχοντας ωστόσο χρονικό πλεονέκτημα για ραντεβού σε άλλες ειδικότητες εφόσον επέλεγε να χρησιμοποιήσει τον οικογενειακό του γιατρό . Ο οικογενειακός γιατρός είχε ρόλο διευκόλυνσης και όχι παρεμπόδισης της πρόσβασης των ασθενών σε εξειδικευμένες υπηρεσίες του συστήματος υγείας . Με άλλα λόγια η ΠΦΥ ήταν «κλειδί» ισότητας στην Υγεία και ο οικογενειακός γιατρός δεν έκανε έκλεινε αλλά κρατούσε την «πόρτα» του ΕΣΥ ανοικτή σε όλους .
Αντί λοιπόν να στηριχθεί και να ολοκληρωθεί αυτή η μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ , η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή την «πάγωσε» ( γιατί η πανδημία και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση έκαναν απαγορευτικό το κλείσιμο των ΤΟΜΥ ) , δεν άνοιξε εδώ και 3 χρόνια ούτε μια νέα δομή , εδώ και 14 μήνες δεν προχωρά η προκήρυξη για την κάλυψη κενών σε οικογενειακούς γιατρούς και λοιπούς επαγγελματίες υγείας στις ΤΟΜΥ και , τώρα με το ν/σ , επιδιώκει τη «αφομοίωση» τους στα Κέντρα Υγείας για να πάψουν να υπάρχουν ως διακριτό επίπεδο οργάνωσης των δημόσιων υπηρεσιών ΠΦΥ και σημείο πρώτης επαφής του πολίτη με το ΕΣΥ .
Παρά λοιπόν τη συνειδητή υπονόμευση του θεσμού του οικογενειακού γιατρού που λειτουργούσε – με προβλήματα και δυσκολίες προφανώς- πάνω από 1,5 χρόνο και στον οποίο είχαν εμπλακεί αρκετοί γιατροί ( των ΚΥ – ΤΟΜΥ καθώς και συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ ) και περίπου 2 εκατομμύρια εγγεγραμμένοι πολίτες , ο Υπουργός Υγείας έχει το θράσος να εξαγγέλλει ότι για 1η φορά στη χώρα θα εφαρμοστεί ο «προσωπικός γιατρός» ! Μόνο που και ο όρος «προσωπικός» γιατρός είναι προβληματικός ( υποχωρεί η λογική της φροντίδας που είναι εστιασμένη στην οικογένεια και στην κοινότητα , σύμφωνα με τον ΠΟΥ) αλλά και είναι σαφές ότι οι προσωπικοί γιατροί θα είναι κατά βάση ιδιώτες γιατροί , συμβεβλημένοι ή όχι με τον ΕΟΠΥΥ . Η ιδέα του οικογενειακού γιατρού που παρέχει ολιστική φροντίδα υγείας , πρόληψη και προαγωγή της υγείας ( και δεν αρκείται στη διαχείριση της ασθένειας) μέσα από δημόσιες δομές , εγκαταλείπεται οριστικά. Έτσι, στο πιο ιδιωτικοποιημένο κομμάτι του συστήματος υγείας (στην ΠΦΥ το 75% των υπηρεσιών είναι από ιδιώτες ), η κυβέρνηση να δίνει επιπλέον «ζωτικό χώρο» στον ιδιωτικό τομέα.
Ταυτόχρονα , ένα σημαντικό κομμάτι του ν/σ αποτελούν οι αλλαγές στον ΕΟΠΥΥ , που οδηγούν στην ακύρωση του ρόλου του ως δημόσιου ασφαλιστικού φορέα υγείας και στην «μετάλλαξη» του σε μια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία . Πως ακριβώς θα εφαρμοστεί αυτό το σχέδιο , κανείς δεν ξέρει . Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές συμβάλλονται με τους πολίτες εξατομικευμένα και με συγκεκριμένους όρους , ενώ ο ΕΟΠΥΥ με συμβάλλεται με παρόχους φαρμάκων, προϊόντων και υπηρεσιών . Τι θα διαπραγματεύεται ο ΕΟΠΥΥ και με ποιους ; Θα διαπραγματεύεται «με όλους τους συμβαλλόμενους παρόχους υπηρεσιών » (βλ .άρθρο 3 ) , δηλαδή με τον καθένα χωριστά ; Θα γίνονται μειοδοτικοί διαγωνισμοί και άρα , σε συνδυασμό με τα «ποιοτικά κριτήρια» στην αποζημίωση , θα οδηγηθούμε με βίαιο τρόπο σε ολιγοπωλιακή αναδιάρθρωση της ιδιωτικής αγοράς ; Θα αποζημιώνονται συγκεκριμένα «πακέτα» ελάχιστων παροχών κα οι υπόλοιπες υπηρεσίες θα διαφοροποιούνται ανάλογα με το επιπλέον ασφάλιστρο που θα καταβάλλει ο πολίτης; Αυτές είναι οι κρίσιμες «λεπτομέρειες» που αποκρύπτονται αλλά που- όπως τα ψιλά γράμματα των ιδιωτικών ασφαλιστικών συμβολαίων- θα καθορίσουν την ποιότητα της υγειονομικής φροντίδας και το κόστος της για τον πολίτη .
Αυτό που επίσης αλλάζει δραματικά το μοντέλο Διοίκησης του ΕΟΠΥΥ . Καταργούν την εκπροσώπηση των κοινωνικών εταίρων ( ΓΣΕΕ, ΓΣΒΕΕ, Συνταξιούχοι, ΕΣΑμεΑ, ΠΙΣ) καθώς και των εργαζομένων στο ΔΣ , καταργούν την ΥΠΕΔΥΦΚΑ ( αυτοτελής ελεγκτική υπηρεσία του ΕΟΠΥΥ) και αναθέτουν αυτό το έργο σε ιδιωτικές ελεγκτικές εταιρείες ,προφανώς για να υλοποιήσουν χωρίς διαφάνεια και κοινωνικό έλεγχο την πλήρη ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού . Και για να προωθήσουν προνομιακές συνεργασίες, όχι γενικά με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά με οργανωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Με το πρόσχημα ότι θέλουν να βελτιώσουν την ποιότητα των υπηρεσιών προς τους πολίτες , θα ευνοήσουν τις μεγάλες διαγνωστικές «αλυσίδες» , οι οποίες θα κυριαρχήσουν στην αγορά και θα οδηγήσουν στο κλείσιμο τα μικρά εργαστήρια . Τώρα φαίνεται καθαρά ότι πέρα από τη συρρίκνωση της δημόσιας «πίτας» , επιχειρείται και μια βίαιη αναδιανομή της ιδιωτικής «πίτας» στην Υγεία , προς όφελος επιχειρηματικών συμφερόντων με τα οποία η κυβέρνηση διατηρεί προνομιακή σχέση πολιτικής εκπροσώπησης.
Και για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η εισαγωγή κριτηρίων ιδιωτικο-οικονομικού management στο σύστημα υγείας οδηγεί σε εμπόδια πρόσβασης , σε μετακύλιση επιπλέον κόστους στον πολίτη και σε αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης υγείας , στο ν/σ προβλέπεται η περιστολή κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των ασφαλισμένων (πχ η πλήρης αποζημίωση για την περίθαλψη ασθενών στο εξωτερικό) , η πιο δύσκολη πρόσβαση ασθενών σε φάρμακα εκτός ενδείξεων , η συμμετοχή ( με άγνωστο ακόμα ποσοστό) των ασθενών στο νοσήλειο για τα απογευματινά χειρουργεία στο ΕΣΥ κλπ.
Και τέλος, είναι προκλητική η απουσία οποιουδήποτε υπολογισμού του δημοσιονομικού κόστους από την εφαρμογή του νομοσχεδίου. Ούτε συγκεκριμένο πλαίσιο αμοιβών του «προσωπικού» γιατρού , ούτε προϋπολογισμός της διαγνωστικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ για το 2022 , ούτε κίνητρα για το προσωπικό του ΕΣΥ , ούτε χρονοδιάγραμμα για την χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης ( στο οποίο παραπέμπει συνεχώς ο Υπουργός Υγείας ) , ούτε τίποτα .
Η «διάγνωση» λοιπόν για τις προθέσεις και τα σχέδια της κυβέρνησης έχει γίνει : αντί για επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και στο ανθρώπινο δυναμικό του , με σοβαρή αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας , αμοιβής και εκπαίδευσης και με ειδικά κίνητρα προσέλκυσης γιατρών σε «άγονες» δομές και ειδικότητες , η κυβερνητική επιλογή είναι ΣΔΙΤ, συγχωνεύσεις δημόσιων δομών ΠΦΥ , υπονόμευση της καθολικής κάλυψης υγείας ( μια πρώτη κίνηση αποτελεί η διακοπή συνταγογράφησης των ανασφάλιστων από ιδιώτες γιατρούς ) και εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων στον τομέα της ΠΦΥ , της εργαστηριακής διάγνωσης και της προνοσοκομειακής φροντίδας .
Η «θεραπεία» κατά τη γνώμη μας είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα ανατρέψει αυτό το σχεδιασμό. Είναι υπόθεση των υγειονομικών , των ασθενών , της κοινωνίας και της προοδευτικής αντιπολίτευσης , να υπερασπιστούν σθεναρά το Δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ και του ΕΟΠΥΥ και να αποτρέψουν την εφαρμογή ενός νόμου που θα …βλάψει σοβαρά τη Δημόσια Υγεία και την τσέπη των πολιτών .