Της Πεννυς Mπουλουτζα
«Η έναρξη του εμβολιασμού για τη νέα γρίπη Α(Η1Ν1) πριν από το επιδημικό κύμα, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τον έλεγχο της επιδημίας». Αυτό αναφέρεται ως το βασικό συμπέρασμα μελέτης της Ιατρικής Σχολής του Παν. Αθηνών, υπό τον καθηγητή Επιδημιολογίας κ. Αγγ. Χατζάκη, σύμφωνα με την οποία η έγκαιρη έναρξη του εμβολιασμού θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δείκτη προσβολής του πληθυσμού από τη νέα γρίπη στα επίπεδα της εποχικής γρίπης.
Ειδικότερα, η μελέτη κατέδειξε ότι εάν εμβολιαστούν πριν από την έναρξη της επιδημίας οι ομάδες πληθυσμού που συστήνουν οι επιστήμονες του Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων των ΗΠΑ, δηλαδή οι έγκυες γυναίκες, οι επαγγελματίες Υγείας, τα άτομα που φροντίζουν βρέφη έως έξι μηνών, άτομα ηλικίας 6 μηνών έως 24 ετών και άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας 25 – 64 ετών, θα νοσήσει το 9,6% του ελληνικού πληθυσμού, έναντι του 34,5% του πληθυσμού που θα νοσήσει απουσία οποιασδήποτε παρέμβασης. Σημειώνεται ότι κάθε χρόνο νοσεί από την εποχική γρίπη το 5% έως 15% του πληθυσμού. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η συγκεκριμένη στρατηγική (για την οποία θα απαιτηθεί ο εμβολιασμός του 28,5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, υποθέτοντας ότι το 80% των ομάδων προτεραιότητας θα εμβολιαστεί) είναι αποτελεσματική όταν ο αριθμός των κρουσμάτων στον πληθυσμό είναι πολύ μικρός.
Διαφοροποίηση
Τα αποτελέσματα διαφοροποιούνται όταν η έναρξη του εμβολιασμού γίνει κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Είναι ενδεικτικό ότι αν ξεκινήσει ο εμβολιασμός όταν ήδη το 1% του πληθυσμού έχει προσβληθεί από τη νέα γρίπη, εκτιμάται ότι θα νοσήσει το 15,2% έως 19,9% των πολιτών, ανάλογα με τη δυνατότητα ημερήσιας εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού. Οταν δε ο εμβολιασμός ξεκινήσει όταν έχει προσβληθεί ήδη το 5% των κατοίκων, μόνο η κάλυψη με εμβόλιο σχεδόν του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού (του 80%) είναι ικανή να οδηγήσει σε δείκτες προσβολής εντός των ορίων της εποχικής γρίπης. Σημειώνεται ότι η μελέτη δημοσιεύεται στην τελευταία έκδοση του εβδομαδιαίου επιστημονικού περιοδικού «Εurosurveillance» του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC).