Προβληματισμό, ως προς τις επεμβάσεις στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και στα ειδικά μισθολόγια, για το αν διασφαλίζεται ή διατηρείται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της ανάγκης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, εκφράζει στην πολυσέλιδη έκθεση της επί του νομοσχεδίου με τη συμφωνία για το κλείσιμο της Αξιολόγησης, η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά τη μείωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ των εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.α). Επιτρέπονται δε η θέσπιση ανώτατου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεων επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, «υπό το φως, τόσο της πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και της ανωτέρω νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., πρέπει να σταθμισθεί, αν οι προτεινόμενες μειώσεις, διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αφενός της προσβολής της σύνταξης ως περιουσιακού αγαθού, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α, και αφετέρου του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και αν οι προτεινόμενες περικοπές οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου κατηγοριών συνταξιούχων τέτοια, που θα συνιστούσε προσβολής της αξιοπρέπειάς τους, λαμβανομένων υπό́ψιν τόσο της έκτασης τους (περικοπή 18% της καταβαλλομένης σύνταξης σε κατηγορίες συνταξιούχων), όσο και του σωρευτικού αποτελέσματός τους».
Τονίζεται ακόμα ότι, «θα πρέπει να συνυπολογιστεί η προηγούμενη, πλήρης, κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας και οι λοιπές μειώσεις των συντάξεων, καθώς και οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επέλθει με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις», ενώ σημειώνεται ότι, «θα πρέπει να σταθμιστεί εάν υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, όπου τίθεται ιδίως το ζήτημα προσβολής της προστατευόμενης, από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιούσιας, στο μέτρο που θίγονται ήδη θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα όσων έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία, πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και, ως εκ τούτου έχουν γεγενημένη αξίωση για την καταβολή της σύνταξής τους, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν «προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος κατ’ αρχήν του θεμιτού ήδη μη χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού και ακολούθως της τήρησης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού αυτού και των δικαιωμάτων των συνταξιούχων».
«Σε κάθε περίπτωση, όταν ο νομοθέτης επιχειρεί μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που κατατείνει στον εκ νέου υπολογισμό των συντάξεων, τόσο των ήδη συνταξιούχων όσο και των μελλοντικών δικαιούχων, οφείλει να προβαίνει προηγουμένως σε «εμπεριστατωμένη μελέτη προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων είναι συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις τις απορρέουσες μεταξύ άλλων από το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου τονίζεται στην έκθεση.
Σε ότι αφορά τα ειδικά μισθολόγια, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι περαιτέρω οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για την συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών».
Στην έκθεση του το Επιστημονικό Συμβούλιο, επικαλούμενο αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σημειώνει:
… Ανεπιτυχώς επιχειρείται η στήριξη της συνταγματικότητας των μέτρων αφενός μεν στην μεγαλύτερη της αναμενομένης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη την λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, αφετέρου δε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ` επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων. Τέλος, η υπερβαίνουν` αριθ. 2Ο12/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατάργηση 12% κατάργηση μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέου μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατάργηση την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρησης των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων και αρχών».
Και συμπληρώνει:
«Υπό το φως των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός, ως προς το εάν με την προτεινόμενη αναμόρφωση των «ειδικών μισθολογίων» σε συνδυασμό με την εκτίμηση, κατάργηση την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος), για ετήσια αύξηση – δαπάνη, που «εκτιμάται στο ποσό των 36,2 εκατ. ευρώ, 83,5 εκατ. ευρώ, 77,5 εκατ. ευρώ, 78,5 εκατ. ευρώ και 76,1 εκατ. ευρώ, για τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021 αντίστοιχα», αλλά και του ότι, διά του άρθρου 155 του νομοσχεδίου, εξασφαλίζονται, κατ’ ελάχιστον, οι αποδοχές των λειτουργών ήδη υπάλληλων που δικαιούνταν την 31.12.2016, επιτυγχάνεται πλήρης και επαρκής προσαρμογής προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, την οποία επιτάσσει η συνταγματική αρχή του κράτους».