Εργασιακές «ανακοπές» στο ΕΣΥ

Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ

Με γιατρούς μερικής απασχόλησης, με συνεργαζόμενους από ιδιωτικά νοσοκομεία αλλά και με επέκταση του δικαιώματος διατήρησης ιατρείου σε όλους τους νοσοκομειακούς γιατρούς, φαίνεται πως προχωρεί η κυβέρνηση στην πλήρη ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ.

 Μετά την παραχώρηση κρεβατιών στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, έρχονται και οι ανατροπές στις σχέσεις εργασίας του ιατρικού προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων. Κατά τη συνήθη τακτική των υπουργών, ο Ανδρέας Λοβέρδος έριξε τη βόμβα των ιδιωτικών ιατρείων για να ανιχνεύσει το… κλίμα.

Τα σενάρια όμως που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι πολλά. Εξετάζεται να γίνουν συμβάσεις μη αποκλειστικής απασχόλησης με ειδικότητες που δεν θεωρούνται απαραίτητες. Οι γιατροί αυτοί θα μπορούν να είναι ιδιώτες και να καλύπτουν τις όποιες ανάγκες προκύπτουν στο ΕΣΥ.

Ενα άλλο σενάριο είναι όσοι σήμερα είναι ενταγμένοι στο σύστημα, να απασχολούνται σε δύο ή και τρία νοσοκομεία και να έχουν σχέση μόνιμης συνεργασίας μόνο με το ένα, ενώ στα υπόλοιπα να αμείβονται με βάση το ασκούμενο έργο. Μια άλλη σκέψη είναι να δοθεί η δυνατότητα στους επικεφαλής των τμημάτων να κάνουν ουσιαστικά ιδιωτικό έργο μέσα στα νοσοκομεία, αξιοποιώντας, για τους δικούς τους ασθενείς, ορισμένα κρεβάτια που θα τους δοθούν.

Η πρόθεση του Ανδρέα Λοβέρδου υποκρύπτει για πολλούς το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων των νοσοκομειακών γιατρών αλλά και των προσλήψεων τα επόμενα χρόνια. Αλλος πιθανός στόχος ίσως είναι και η περιστολή της παραοικονομίας, που σήμερα κυμαίνεται κοντά στο 20% με 30% των συνολικών δαπανών. Μάλιστα έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών έδειξε ότι το ενώ το 2006 τα φακελάκια άγγιξαν περίπου τα 2 δισ. ευρώ, το 2009 έφθασαν τα 3-3,5 δισ. ευρώ.

Ο καθηγητής Οργάνωσης και Οικονομικών της Υγείας Λυκούργος Λιαρόπουλος είναι θετικός στην αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των γιατρών: «Θα μπορούσα να δω ένα τέτοιο μέτρο αν γίνονταν νέες συμβάσεις μη αποκλειστικής απασχόλησης», αναφέρει. «Να επιτραπεί το ιδιωτικό ιατρείο, αλλά να ενταχθούν αυτοί οι γιατροί σε μια νέα κατηγορία. Αυτό πρέπει να γίνει οπωσδήποτε στα νοσοκομεία της επαρχίας. Δεν δικαιολογούνται εκεί οι σχέσεις πλήρους απασχόλησης αλλά μόνο μερικής. Το νοσοκομείο πρέπει να προκηρύσσει θέσεις πλήρους απασχόλησης σε ειδικότητες όπου υπάρχει ανάγκη. Οι απαραίτητοι (πλήρους απασχόλησης) είναι: οι καρδιολόγοι, οι χειρουργοί, οι παθολόγοι, οι γαστρεντερολόγοι. Τους οφθαλμιάτρους, για παράδειγμα, τους χρειάζεται κανείς περισσότερο για τις εφημερίες. Βέβαια στην Αθήνα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κάτι τέτοιο».

Σχετικά με το αν αυτό σημαίνει ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ, ο καθηγητής Λιαρόπουλος απαντά: «Μιλάμε για μια εισαγωγή στοιχείων ιδιωτικής δραστηριότητας στο ΕΣΥ. Ολες οι χώρες της Ευρώπης το έχουν. Είμαστε η μόνη χώρα που έχουμε αλυσοδεμένους τους γιατρούς και δεν τους επιτρέπουμε να κάνουν τίποτε άλλο. Είμαι επίσης υπέρ ένας ιδιώτης να βάζει έναν ασθενή του στο δημόσιο σύστημα. Κυρίως στην επαρχία».

Ο κοσμήτορας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) Γιάννης Κυριόπουλος τάσσεται επίσης υπέρ ενός μεικτού συστήματος. Οπως σημειώνει: «Το θέμα είναι ότι οι γιατροί πρέπει να έχουν κίνητρα και αμοιβές, γι’ αυτό πρέπει να υπάρξει μεγάλος βαθμός ελευθερίας όσον αφορά τις κλινικές πρακτικές. Επίσης πρέπει να υπάρχει ελευθερία σχετικά με την εκπαιδευτική και ερευνητική δραστηριότητα. Θα ήταν προτιμότερο να υπάρχει δεύτερη και τρίτη απασχόληση των γιατρών κλινικού, εκπαιδευτικού ή ερευνητικού χαρακτήρα και να γίνονται μη δεσμευτικές συμβάσεις με άλλα νοσοκομεία ή μονάδες.

Να δουλεύει για παράδειγμα σε δύο νοσοκομεία, στο ένα με μόνιμη σχέση και στο άλλο με μερική απασχόληση. Είναι επίσης προτιμότερο να είναι πλήρους απασχόλησης οι διευθύνοντες αλλά και όσοι δουλεύουν σε μονάδες αιχμής, όπως στις εντατικές».

Ο καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και πρόεδρος του ΕΟΦ, Γιάννης Τούντας, επισημαίνει πως τα μεικτά συστήματα είναι η πρακτική που ακολουθείται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οπως εξηγεί: «Πρέπει, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, η ανώτερη κλίμακα της ιατρικής να έχει τη δυνατότητα να ασκεί και ιδιωτική ιατρική. Αλλά να δοθεί αυτό το δικαίωμα στο πλαίσιο του νοσοκομείου γιατί έτσι θα ενισχυθεί και η δυνατότητα επιβίωσης του ΕΣΥ. Στους διευθυντές να δοθούν δηλαδή κάποια κρεβάτια. Και μάλιστα τώρα που θα γίνουν συμφωνίες με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, θα μπορούν να έχουν ιδιωτικούς ασθενείς. Προσφέρεις έτσι μια δυνατότητα για να προσελκύσεις περισσότερους πόρους στο νοσοκομείο και τη δυνατότητα αύξησης των μισθών, ενώ περιορίζεται και η παραοικονομία, τα φακελάκια».

Σχετικά με το αν έτσι οδηγούμαστε σε πλήρη ιδιωτικοποίηση, ο κ. Τούντας αναφέρει: «Ασθενείς πολλών ταχυτήτων υπάρχουν έτσι κι αλλιώς. Αλλωστε η παραοικονομία αγγίζει το 20% με 30%. Τώρα το σύστημα είναι πιο κοινωνικά άνισο γιατί και ο φτωχός και ο πλούσιος καλύπτουν την παραοικονομία. Αν όμως δώσεις τη δυνατότητα να δώσουν το κάτι παραπάνω όσοι διαθέτουν για την άμεση εξυπηρέτησή τους, αμέσως διευκολύνονται τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα που δεν θα χρειαστεί να πληρώνουν. Είναι εξάλλου λάθος να μιλάμε για ιδιωτικοποίηση όταν έχουμε ήδη 40% ιδιωτικές δαπάνες στην υγεία. Οι κινήσεις που ενισχύουν το ΕΣΥ είναι υπέρ του δημοσίου συστήματος και όχι του ιδιωτικού. Οσο καταρρέει το δημόσιο σύστημα τόσο θα ιδιωτικοποιείται».

Αντίθετοι οι συνδικαλιστές γιατροί

Την έντονη διαφωνία τους με τις κυοφορούμενες αλλαγές εκφράζουν οι συνδικαλιστές γιατροί.

Οπως χαρακτηριστικά λέει ο αντιπρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου της Αθήνας (ΙΣΑ) Γιώργος Ελευθερίου: «Με την πρόσφατη οικονομική ύφεση επλήγησαν σοβαρά τα ιδιωτικά ιατρεία. Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν προχωρήσει σε στάση πληρωμών, καθώς ο ΟΠΑΔ χρωστά 17 μήνες (μόνο στους γιατρούς Αθήνας 300 εκατ. μαζί με τα διαγνωστικά κέντρα). Είναι και άλλα ταμεία που έχουν να πληρώσουν 25 μήνες. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος πληθώρα ιατρείων να οδηγηθούν σε λουκέτα. Σαν να μην έφτανε όλο αυτό, ο υπουργός Υγείας προχωρεί σε μια άνευ προηγουμένου πρόταση να χορηγηθεί δικαίωμα ιδιωτικού ιατρείου στους νοσοκομειακούς γιατρούς. Αυτό έχει τον κίνδυνο να μετατρέψει το ΕΣΥ σε ιδιωτικό σύστημα υγείας, να αυξήσει την παραοικονομία και τη διαπλοκή με πελατειακές σχέσεις και βέβαια να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις επισκέψεις στους ιδιώτες γιατρούς».

Σήμερα τα ιδιωτικά ιατρεία μόνο στην Αθήνα υπολογίζονται στα 8.000 με 9.000, ενώ ο μηνιαίος μέσος όρος των εισοδημάτων υπολογίζεται από 1.500 έως 2.000 ευρώ μεικτά.

ΔΗΜ. ΕΥΘ.