Τη χειρότερη θέση κατέχει η Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ακάλυπτες ανάγκες υγείας, για οικονομικούς λόγους ή λίστες αναμονής.
Το 16,7% των Ελλήνων δήλωσαν πως δεν μπόρεσαν να υποβληθούν πέρυσι σε εξετάσεις, με το 28% να δηλώνουν πως βρίσκονται σε φτώχεια.
Τα παραπάνω προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από σημερινή έκθεση της Eurostat, με θέμα “Ανεκπλήρωτες ανάγκες για ιατρικές εξετάσεις το 2022”.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, το 3,3% των Ευρωπαίων, που χρειάστηκαν ιατρικές εξετάσεις, δεν μπόρεσαν να τις λάβουν για οικονομικούς λόγους, μεγάλες λίστες αναμονής ή απόσταση.
Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ήταν η Ελλάδα (16,7%), η Φινλανδία (9,6%), η Ρουμανία (7,9%) και η Λετονία (7,1%).
Στο άλλο άκρο ήταν η Γερμανία (0,5%), η Τσεχία (0,3%) και η Κύπρος (0,1%) με τα χαμηλότερα μερίδια.
Το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση που ανέφεραν τέτοιες ανεκπλήρωτες ανάγκες ήταν 6,1%, διπλάσιο από εκείνους που δεν κινδυνεύουν (2,8%).
Παρόμοια μοτίβα ήταν ορατά σε όλη την Ευρώπη, με εξαιρέσεις την Ισπανία (όπου το 2% των ατόμων που δεν κινδυνεύουν από φτώχεια ανέφεραν ανεκπλήρωτες ανάγκες έναντι 1,6% των ατόμων που κινδυνεύουν) και την Ολλανδία (0,8% των ατόμων που δεν κινδυνεύουν και 0,6% του αυτοί που κινδυνεύουν από φτώχεια).
Στην Ελλάδα, το αναφερόμενο μερίδιο ήταν 14,5 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) υψηλότερο μεταξύ εκείνων που κινδυνεύουν από φτώχεια (28,8%) σε σύγκριση με εκείνους που δεν κινδυνεύουν (14,3%).
Υψηλές αποκλίσεις εμφανίστηκαν επίσης στη Ρουμανία, όπου η διαφορά ήταν 9,4 π.μ. (15,5% έναντι 6,1%) και στην Πορτογαλία, με 8,5 π.μ. (11,7% έναντι 3,2%).
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η ιατρική περίθαλψη αναφέρεται σε μεμονωμένες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης (ιατρική εξέταση ή θεραπεία εξαιρουμένης της οδοντιατρικής περίθαλψης) που παρέχονται από ή υπό την άμεση επίβλεψη ιατρών ή ισοδύναμων επαγγελμάτων σύμφωνα με τα εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.
Τα δεδομένα αναφέρονται σε τέτοιες ανάγκες κατά τους προηγούμενους 12 μήνες και εκφράζονται ως ποσοστά στον πληθυσμό ηλικίας 16 ετών και άνω που ζει σε ιδιωτικά νοικοκυριά που αντιμετώπισαν τις ίδιες ιατρικές ανάγκες.