Για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταδικάστηκε σήμερα, Τρίτη 23 Ιανουαρίου, η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη διαπόμπευση οροθετικών γυναικών το 2012 με «ενορχηστρωτές» τους Ανδρέα Λοβέρδο και Μιχάλη Χρυσοχοΐδη σε συνεργασία με την ηγεσία του ΚΕΕΛΠΝΟ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τόσο ο εξαναγκασμός των οροθετικών σε εξέταση αίματος όσο και η αδικαιολόγητη διάδοση των προσωπικών τους δεδομένων. Παράλληλα αποφάσισε να δοθεί συνολική αποζημίωση 70.000 ευρώ σε όσες βρίσκονται ακόμα εν ζωή.
Συγκεκριμένα έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, λόγω των αιματολογικών εξετάσεων στις οποίες είχαν κληθεί να υποβληθούν. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αιμοληψίες που επιβλήθηκαν στους δύο προσφεύγοντες ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην ιδιωτική τους ζωή και σημείωσε ότι αυτό δεν ήταν σύμφωνο με το νόμο κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε ότι καμία από τις διατάξεις που επικαλέστηκε η ελληνική υβέρνηση δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει μια ιατρική επέμβαση, είτε αυτή διενεργείται από αστυνομικούς είτε από γιατρούς, όπως αυτή που επιβλήθηκε.
Επίσης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσίευση των δεδομένων των προσφευγόντων ισοδυναμούσε με δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. «Τα ονόματα, οι φωτογραφίες και η πληροφορία ότι ήταν οροθετικές, είχαν μεταφορτωθεί στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας και μεταδόθηκαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενώ ο εισαγγελέας δεν είχε επιχειρήσει να εξακριβώσει αν άλλα μέτρα, ικανά να εξασφαλίσουν μικρότερη έκθεση των προσφευγόντων στα μέσα ενημέρωσης, θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί στην περίπτωσή τους» αναφέρει, μεταξύ άλλων, το σκεπτικό της απόφασης.
Την είδηση έκανε γνωστή με ανάρτηση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο δικηγόρος, Βασίλης Σωτηρόπουλος, παραθέτοντας και το σχετικό σκεπτικό της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Το χρονικό της διαπόμπευσης
Παραμονές των εθνικών εκλογών τον Μάιο του 2012, συνολικά 32 γυναίκες συνελήφθησαν για σκοπούμενη σωματική βλάβη, ως εκδιδόμενες οροθετικές. Καμία δεν συνελήφθη με «πελάτη», ενώ μόνο μία γυναίκα -θύμα trafficking- βρισκόταν σε οίκο ανοχής κατά τη σύλληψή της.
Αρχικά συνελήφθησαν 96 γυναίκες από την περιοχή της Ομόνοιας για εξακρίβωση στοιχείων -και όχι με κατηγορία αυτόφωρου αδικήματος- και οδηγήθηκαν στο Τμήμα Μεταγωγών της Πέτρου Ράλλη.
Σε καθεστώς στέρησης της ελευθερίας τους υποχρεώθηκαν -χωρίς τη συναίνεσή τους και χωρίς νομική εκπροσώπηση- να κάνουν τεστ διάγνωσης οροθετικότητας. Μάλιστα, μία από τις συλληφθείσες -θύμα εξαναγκαστικής πορνείας στην ηλικία των 16 ετών τότε- απόρησε γιατί συναίνεσε στο αναγκαστικό τεστ οροθετικότητας, δηλώνοντας: «Δεν ήξερα ότι θα με φυλακίσουν μόνο και μόνο επειδή είχα AIDS».
Οι γιατροί που ανέλαβαν να κάνουν το διαγνωστικό τεστ ενημέρωσαν για τα αποτελέσματα μόνο τους αστυνομικούς, κατά παράβαση της ιατρικής δεοντολογίας και του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων. Σημειώνεται ότι η λήψη δείγματος αίματος γίνεται μόνο με συναίνεση του ασθενούς, διαφορετικά απαιτείται έγγραφη έγκριση δύο ιατρών, ενώ απολύτως κανείς εκτός από τον ασθενή δεν ενημερώνεται – πόσο μάλλον η Αστυνομία.
Οι τότε υπουργοί Υγείας και Προστασίας του Πολίτη -Ανδρέας Λοβέρδος και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αντίστοιχα- ζήτησαν την παρέμβαση των εισαγγελικών αρχών «για την προστασία της ελληνικής οικογένειας» και «για να υπάρξει επιτέλους τιμωρία», με τη συνεργασία των τότε προέδρου και διευθυντή του ΚΕΕΛΠΝΟ, Τζένης Κρεμαστινού και Θεόδωρου Παπαδημητρίου αντίστοιχα.
Σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις μετά τη δημοσίευση των φωτογραφιών τους, χιλιάδες ήταν εκείνοι που τηλεφώνησαν ωστόσο εξετάστηκαν περίπου 400, εκ των οποίων 5 ήταν θετικοί στον ιό.
Από τις 11 γυναίκες που μετά τη σύλληψή τους διαγνώστηκαν ως οροθετικές, οι 8 παραπέμφθηκαν σε δίκη, αφού μία αυτοκτόνησε και οι υπόλοιπες πέθαναν.