Ενα φάρμακο για τη χοληστερόλη το οποίο χορηγείται σε εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, φαίνεται να οδηγεί σε ταχεία εναπόθεση αθηρωματικής πλάκας στις αρτηρίες των ασθενών, οδηγώντας έτσι σε πιθανή αύξηση του κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια. Αυτό έδειξε κλινική δοκιμή του φαρμάκου, το οποίο αποτελεί συνδυασμό των ουσιών σιμβαστατίνη και εζετιμίβη, το οποίο κυκλοφορεί και στην Ελλάδα τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια (εμπορική ονομασία ΙΝΕGΥ). Παράλληλα, η καθυστέρηση δημοσίευσης των αποτελεσμάτων αυτής της κλινικής δοκιμής από τις δύο παρασκευάστριες εταιρείες του φαρμάκου- Μerck και Schering- κρίθηκε
«ύποπτη» από πλήθος καρδιολόγων, όπως σημειώνεται σε σχετικό δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «Τhe Νew Υork Τimes».
Η κλινική δοκιμή η οποία είχε τον τίτλο Εnhance και η οποία ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2006 περιλάμβανε 720 ασθενείς οι οποίοι είχαν προδιάθεση για υψηλή χοληστερόλη. Ορισμένοι από τους ασθενείς έλαβαν σιμβαστατίνη, ενώ άλλοι το φάρμακο που περιέχει τον συνδυασμό
σιμβαστατίνης και εζετιμίβης. Οι ερευνητές πίστευαν ότι το χάπι που περιέχει τον συνδυασμό των ουσιών θα μείωνε την ανάπτυξη αθηρωματικής πλάκας στις αρτηρίες. Ωστόσο, όπως προέκυψε, ο ρυθμός ανάπτυξής της διπλασιαζόταν στους ασθενείς που λάμβαναν τον συνδυασμό σε σύγκριση με απλή σιμβαστατίνη. Με δηλώσεις του ο δρ Στίβεν Νίσεν , διευθυντής του καρδιολογικού τμήματος στην Κλινική του Κλίβελαντ,
χαρακτήρισε τα αποτελέσματα «συνταρακτικά».«Εκατομμύρια ασθενείςείναι πιθανό να λαμβάνουν ένα φάρμακο που δεν τους ωφελεί,αυξάνονταςτον κίνδυνο καρδιακού επεισοδίου και άλλων σοβαρών παρενεργειών»είπε.
Από την πλευρά του ο δρ Χάρλαν Κρούμχολτζ, καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, τόνισε ότι μεσολάβησε μεγάλο διάστημα- περίπου δύο χρόνια- από την ολοκλήρωση
της δοκιμής ως τη δημοσίευση των στοιχείων. «Οι εταιρείες οφείλουννα δημοσιοποιούν τα αποτελέσματατων δοκιμών,θετικά ή αρνητικά,όσο πιο γρήγορα γίνεται, ακόμη και αν αυτά τα αποτελέσματαθα βλάψουν τις πωλήσεις.Ασθενείςείναι πιθανό να λάμβαναν το φάρμακο χωρίς να έχουν τη δυνατότητανα γνωρίζουν ότι υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ασφάλειά του».
Πάντως εκπρόσωποι των παρασκευαστριών εταιρειών του φαρμάκου ανέφεραν ότι η καθυστέρηση δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων δεν σχετιζόταν με το γεγονός ότι ήταν αρνητικά, προσθέτοντας ότι πήραν στα χέρια τους τα στοιχεία πριν από μόλις δύο εβδομάδες.