Χωρίς σύγχρονο και ουσιαστικό μηχανισμό ελέγχου της επιστημονικής επάρκειας του ιατρικού προσωπικού η Ελλάδα
Της Πεννυς Μπουλουτζα
Η Κατερίνα Γ., 36 ετών, χρειάστηκε να επισκεφθεί ενδοκρινολόγο και
από τον ασφαλιστικό της οργανισμό κλήθηκε να επιλέξει ειδικό γιατρό από
έναν κατάλογο. Η επιλογή της έγινε τυχαία, με βάση το επώνυμο που… της
θύμιζε έναν παλιό γνωστό της και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μάλλον
ατυχής, αφού η γιατρός την τρομοκράτησε· της είπε ότι έπρεπε να είχε
ήδη χειρουργηθεί, συστήνοντάς της παράλληλα έναν «καλό χειρουργό, που
είναι εδώ κοντά, έχει σπουδάσει και στο Χάρβαρντ». Προτίμησε να πάρει
και μια δεύτερη γνώμη, κι έτσι επισκέφθηκε γιατρό του ΕΣΥ, για τον
οποίο άκουσε πολύ καλά λόγια από έναν φίλο της. Ο δεύτερος γιατρός την
καθησύχασε λέγοντάς της ότι η επέμβαση δεν ήταν αναγκαία… Η επιλογή
γιατρού λειτουργεί λίγο-πολύ όπως και η αγορά: η καλή φήμη του γιατρού
από μαρτυρίες άλλων ασθενών, έμμεσα σημεία καλής πρακτικής («είναι
καθηγητής», «είναι γνωστός», «είναι διευθυντής»), η εντοπιότητα του
γιατρού, οι κοινωνικές συναναστροφές, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις
ασθενών που «κατευθύνονται» σε γιατρούς μέσα από κομματικούς
μηχανισμούς (συχνότατα τα νοσοκομεία δέχονται σχετικές «παραγγελίες»
από γραφεία βουλευτών).
Αριστα σε όλα!
Το
πρόβλημα δεν είναι τόσο στο πώς επιλέγει κάποιος γιατρό, όσο στο
γεγονός ότι κανείς δεν του διασφαλίζει ότι ο γιατρός που επέλεξε είναι
καλός. Και αυτό διότι στην Ελλάδα, με τον ιατρικό πληθυσμό να
προσεγγίζει τα 63.000 άτομα, απουσιάζει ένας σύγχρονος και ουσιαστικός
μηχανισμός αξιολόγησης των γιατρών, με βάση την επιστημονική τους
επάρκεια, την αποτελεσματικότητά τους (βάσει δεικτών νοσηρότητας και
θνησιμότητας, ημέρες νοσηλείας ασθενών – πάντα σε συνάρτηση με τη
βαρύτητα των περιστατικών) και τη συμπεριφορά τους προς τον ασθενή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη περίπτωση καρδιοχειρουργού
δημόσιου νοσοκομείου που χειρουργούσε επί σειράν ετών έχοντας πλαστά
πιστοποιητικά ειδικότητας. Ο ίδιος γιατρός, βρέθηκε να έχει υψηλά
ποσοστά θνησιμότητας στις επεμβάσεις που έκανε (πολύ υψηλότερα από τα
διεθνώς «επιτρεπτά») και το πιο «εντυπωσιακό» όλων είναι ότι κανείς(!)
στο παρελθόν δεν είχε μετρήσει τον συγκεκριμένο δείκτη, που θεωρείται ο
πλέον κρίσιμος για κάθε χειρουργό.
Στη χώρα μας, θεσμικά υπάρχουν
οι κρίσεις των γιατρών που προσλαμβάνονται στο ΕΣΥ, ενώ προβλέπεται και
αξιολόγησή των υπηρετούντων νοσοκομειακών γιατρών από δύο κριτές (για
τους διευθυντές, η αξιολόγηση γίνεται από τον υπεύθυνο του τομέα και
από ένα μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του νοσοκομείου, και για
τους υπόλοιπους γιατρούς-κριτές είναι ο διευθυντής της κλινικής και ο
τομεάρχης).
Οι κριτές πρέπει να συμπληρώσουν το έντυπο
αξιολόγησης των ιατρών κλάδου ΕΣΥ, βαθμολογώντας από το 0 έως το 10 τον
«κρινόμενο» για την επιστημονική συγκρότηση και κατάρτισή του, το
επιστημονικό, ερευνητικό και κλινικό έργο του, την οργανωτική εμπειρία,
την διοικητική ικανότητα, τη συνεργασία, τη συμπεριφορά προς ασθενείς,
τη συμμετοχή στις δραστηριότητες του τμήματος και του νοσοκομείου και
το ήθος του εν ώρα υπηρεσίας. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι μόνο οι
ιδιαίτερα αυστηροί κριτές βάζουν βαθμό κάτω του 10 (!), ενώ μια κακή
αξιολόγηση δεν συνοδεύεται από κυρώσεις, ούτε η μονιμότητα ενός γιατρού
μπορεί να αμφισβητηθεί.
Χωρίς κριτήρια
Οπως
τόνισε στην «Κ» διοικητής μεγάλου δημόσιου νοσοκομείου, η διαδικασία
αυτή μόνο ως «παρωδία αξιολόγησης μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού
ελάχιστοι είναι αυτοί που λαμβάνουν βαθμούς κάτω από το άριστα». Και
συνεχίζει: «Ο γιατρός που δεν έλαβε το άριστα, θα πάει στον κριτή και
θα του ζητήσει τον λόγο.
Γιατί σε αυτόν έβαλε 8 και στον άλλο
γιατρό 10; Με τι εργαλεία ο κριτής-γιατρός θα του αποδείξει ότι αυτός
αξίζει χαμηλότερο βαθμό; Ετσι, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: ενώ η
βαθμολογία που παίρνουν οι γιατροί στο πτυχίο τους κυμαίνεται από 5 έως
10, στη σταδιοδρομία τους όλοι είναι στο 10!».
Εκτός όμως από το
ιατρικό προσωπικό, αξιολόγηση δεν γίνεται ούτε στις κλινικές και τα
τμήματα των νοσοκομείων. Αλλωστε με ποια κριτήρια, αφού δεν υπάρχει ένα
αυστηρό πρωτόκολλο για τις απαιτούμενες ανά ειδικότητα υποδομές
(εξοπλισμός, εξειδίκευση προσωπικού, στελέχωση) και το
επιστημονικό-κλινικό έργο των κλινικών και τμημάτων. Αξίζει μόνο να
σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν κοινά κλινικά πρωτόκολλα ούτε
σε ομοειδείς κλινικές του ίδιου νοσοκομείου!
Δεν τιμωρούνται οι παραβάτες από τα Πειθαρχικά
Στη
χώρα μας, εκτός από την απουσία ουσιαστικής αξιολόγησης καταγράφεται σε
μεγάλο βαθμό «ατιμωρησία» των γιατρών που δεν τηρούν τον «όρκο του
Ιπποκράτη». Χαρακτηριστική είναι και η διαπίστωση του γενικού
επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρου Ρακιντζή, που σε πρόσφατο
συνέδριο αναφέρθηκε σε καθυστερήσεις στην ποινική διαδικασία, αλλά και
για επιεική μεταχείριση των γιατρών από τα Πειθαρχικά Συμβούλια. Οπως
είπε χαρακτηριστικά «το Κεντρικό Πειθαρχικό του ΕΣΥ κατά σύστημα
απαλλάσσει τους γιατρούς».
Αξίζει να σημειωθεί ότι υποθέσεις
«παραβατών» γιατρών που δεν τηρούν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις με
τα Ταμεία, ή χρησιμοποιούν τίτλο ειδικότητας τον οποίο δεν κατέχουν, ή
εφαρμόζουν μεθόδους που δεν είναι επιστημονικά αποδεκτές, φτάνουν στο
Πειθαρχικό Συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών με καθυστέρηση
συνήθως μεγαλύτερη του ενός έτους. Ακόμα και εάν το Πειθαρχικό
Συμβούλιο επιβάλλει ποινή, η εφαρμογή της ενδέχεται να καθυστερήσει,
αφού υπάρχει δυνατότητα έφεσης ανεξαρτήτως βαρύτητας της παράβασης. Με
λίγα λόγια εάν ένας γιατρός εφαρμόζει μια μέθοδο επικίνδυνη για τους
ασθενείς μπορεί, ακόμα κι αν έχει «καταδικαστεί» με τριετή αφαίρεση της
άδειας άσκησης επαγγέλματος (η μεγαλύτερη τιμωρία), να κάνει έφεση και
να συνεχίσει τη δράση του, έως ότου αυτή εξετασθεί.
Το Πειθαρχικό
Συμβούλιο του ΙΣΑ, συνεδριάζει μία φορά τον μήνα και εξετάζει σε κάθε
συνεδρίαση περί τις 3-5 υποθέσεις. Επιπλέον, περί τις 50 υποθέσεις
γιατρών του ΕΣΥ που έχουν κατηγορηθεί για παραβατική και
αντιδεοντολογική συμπεριφορά, εξετάζονται κάθε χρόνο από το Κεντρικό
Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Υγείας. Οι υποθέσεις αφορούν
συνήθως σε χρηματισμό των γιατρών από πολίτες, σε αμέλειες γατρών κατά
την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων τους και αδικαιολόγητες απουσίες
από την υπηρεσία.