Η πολιτική οικονομία της διαφθοράς στο ΕΣΥ

Του Ανδρέα ΞΑΝΘΟΥ Η παραοικονομία και η διαφθορά είναι συστατικό στοιχείο του ελληνικού δημόσιου βίου , χωρίς φυσικά να εξαιρείται το ΕΣΥ. Το Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών εκτιμά ότι η παραοικονομία στο χώρο της Υγείας αγγίζει το 1,8 δισ. ευρώ ετησίως, από τα οποία τα 200 εκ. ευρώ ( 11%) αφορούν το γνωστό «φακελάκι». Περίπου 4 στους 10 ασθενείς που νοσηλεύονται σε Δημόσιο Νοσοκομείο ( για να υποβληθούν συνήθως σε κάποια χειρουργική επέμβαση) πληρώνουν «φακελάκι» . Η πιο σημαντική όμως πτυχή του προβλήματος είναι η συστηματική συναλλαγή των φαρμακευτικών εταιρειών και των εταιρειών ιατρικού εξοπλισμού – υγειονομικού υλικού με τους γιατρούς, η οποία «διαβρώνει» καθημερινά την επιστημονική και επαγγελματική τους συνείδηση ενώ παράλληλα οδηγεί σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος περίθαλψης. Το πρόβλημα λοιπόν είναι μπροστά μας . Σήμερα δεν μπορούμε να αρκούμαστε σε διαπιστώσεις ή ευχολόγια, αφήνοντας την κατάσταση να διογκώνεται ανεξέλεγκτα. Αυτό υπονομεύει ανοικτά τη βιωσιμότητα του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και προετοιμάζει το έδαφος στη νεοφιλελεύθερη επέλαση για την εκποίηση του ΕΣΥ και του Κράτους Πρόνοιας . Δεν μπορεί η αντίσταση στη διαφθορά να είναι πλέον ατομική υπόθεση κάποιων , ολοένα και λιγότερων, «ρομαντικών» . Το μέτωπο απέναντι στα νοσηρά φαινόμενα της διαφθοράς πρέπει να αποτελεί κεντρικό διαφοροποιητικό στοιχείο μιας προοδευτικής και μιας συντηρητικής πολιτικής υγείας . Ποια είναι η αριστερή προσέγγιση του προβλήματος της διαφθοράς στο ΕΣΥ ; Κατ’ αρχάς , η πάταξη της παραοικονομίας και της διαφθοράς στα νοσοκομεία δεν είναι διοικητικό θέμα . Είναι ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα . Μια αριστερή προσέγγιση του θέματος οφείλει να ξεκινήσει από την πολιτική οικονομία της διαφθοράς στο χώρο της δημόσιας περίθαλψης, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι τα εξής : · Η αυξημένη ζήτηση εξειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί χωρίς κάποιου τύπου διαμεσολάβηση, λόγω των σοβαρών ελλείψεων σε στελέχωση, υποδομές και οργάνωση των νοσοκομείων. · Η υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ και τα χρέη των ασφαλιστικών ταμείων προς τα νοσοκομεία δημιουργούν ένα ευάλωτο σύστημα προμηθειών με ανυπαρξία ασφαλιστικών δικλείδων στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. · Οι χαμηλές αμοιβές του προσωπικού, προκλητικά δυσανάλογες με τον επίπονο, εξειδικευμένο και υπεύθυνο χαρακτήρα των υπηρεσιών περίθαλψης , γεγονός που δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος αναζήτησης συμπληρωματικών απολαβών. · Το άκρως ανταγωνιστικό σύστημα μονιμοποίησης και εξέλιξης των γιατρών ΕΣΥ το οποίο έχει οδηγήσει στη γνωστή «βιομηχανία επιστημονικών προσόντων» που στηρίζεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες και τις άλλες εταιρείες ιατρικού εξοπλισμού με τις συνεπαγόμενες συναλλαγές και εξαρτήσεις. · Η έλλειψη θεσμών και μηχανισμών προώθησης της «τεκμηριωμένης ιατρικής» ( evidence based medicine) που, παρά τις επιφυλάξεις ότι μπορεί απλώς να οδηγήσει σε περικοπές δαπανών , περιορίζει την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη ιατρική πρακτική και την επιρροή μη επιστημονικών κριτηρίων στη λήψη των κλινικών αποφάσεων. · Η διοικητική ανεπάρκεια του ΕΣΥ που οφείλεται στη μικροκομματική και πελατειακή λογική των διορισμένων διοικήσεων, που ενδιαφέρονται μόνο για τα πολιτικά οφέλη από τη διαχείριση των νοσοκομείων και όχι για την αποδυνάμωση των κατεστημένων συμφερόντων που «εκμεταλλεύονται» το σύστημα. Καμιά προσπάθεια αντιμετώπισης της διαφθοράς στο ΕΣΥ δεν πρόκειται να έχει αποτέλεσμα αν δεν γίνουν παρεμβάσεις στους παραπάνω μηχανισμούς που συντηρούν και αναπαράγουν την πολιτική οικονομία της διαφθοράς. Ο «εκσυγχρονισμός» του κ. Αλέκου Παπαδόπουλου επιδίωξε την αντιμετώπιση του φαινομένου με την θεσμοθέτηση του ανταγωνισμού εντός του νοσοκομείου, με την εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη διαχείριση τους, με την επιβολή των αξιών της ελεύθερης αγοράς και τη νομιμοποίηση του προσωπικού οικονομικού οφέλους ως κινήτρου απόδοσης για τον κάθε γιατρό( απογευματινά ιατρεία). Η «μεταρρύθμιση» των κ.κ. Κακλαμάνη και Αβραμόπουλου αρκείται σε εξαγγελίες για αλλαγή του συστήματος προμηθειών, μηχανοργάνωση κλπ. Ούτε η εκσυγχρονιστική ούτε η μεταρρυθμιστική λογική όμως δεν αμφισβητεί αλλά αντίθετα ενισχύει τον ατομισμό στο ΕΣΥ και κατά συνέπεια την ιδιοτέλεια , που είναι η βαθύτερη ρίζα του προβλήματος . Γι’ αυτό ακριβώς και η διαφθορά , παρά τις αλλαγές κυβερνήσεων, Υπουργών και Διοικητών, δεν υποχώρησε αλλά ενισχύθηκε . Αυτό είναι και το πεδίο στο οποίο πρέπει να επικεντρωθεί μια αριστερή πολιτική για τη διαφθορά : πέρα από την αμφισβήτηση της πολιτικής οικονομίας της διαφθοράς , αυτό που προέχει είναι να αποκατασταθεί η ηθική της δημόσιας υπηρεσίας στα νοσοκομεία. Να αλλάξει η εργασιακή κουλτούρα με μια πολιτική κινήτρων ( όχι μόνο υλικών αλλά και ηθικών) ενίσχυσης της συλλογικής δουλειάς . Να ζωντανέψει στα νοσοκομεία ο επιστημονικός διάλογος , η συνεργασία για το καλύτερο δυνατό κλινικό αποτέλεσμα, η συνεχής μετεκπαίδευση , η συζήτηση για τα προβλήματα ή και τα λάθη στη διαχείριση των περιστατικών , η αξιολόγηση της επάρκειας των ιατρικών υπηρεσιών με την υιοθέτηση όχι μόνο ποσοτικών αλλά και ποιοτικών δεικτών. Για την αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν φτάνει μια στενά διοικητική και γραφειοκρατική προσέγγιση , δεν επαρκούν οι νόμοι και οι αναγκαίοι ελεγκτικοί μηχανισμοί. Πρέπει να δημιουργηθεί κλίμα κοινωνικής και ηθικής απαξίας για τη διαφθορά, σε ανοικτή αντιπαράθεση με τις αξίες του ατομικισμού και της ανταγωνιστικότητας που τη διαιωνίζουν. Ο Ανδρ. Ξανθός είναι πρόεδρος της Ένωσης Γιατρών ΕΣΥ νομού Ρεθύμνου