Ιπποκράτειο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης: Ακόμη χωρίς αιμοδυναμικό εργαστήριο

Στα… χαρτιά παραμένει η δημιουργία αιμοδυναμικού εργαστηρίου στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Επί πέντε χρόνια οι αρμόδιοι κωφεύουν στην ανάγκη δημιουργίας του, αφήνοντας απογυμνωμένο το μεγαλύτερο νοσοκομείο των Βαλκανίων και παίζοντας κορόνα – γράμματα με τη ζωή των καρδιολογικών ασθενών που προσέρχονται σ’ αυτό.

Της Νικολέττας Μπούκα

bouka@makthes.gr


Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως όταν το Ιπποκράτειο εφημερεύει, ο ασθενής με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου χαρακτηρίζεται “άτυχος”, διότι οι γιατροί είναι αναγκασμένοι να συνεννοηθούν και να τον στείλουν εγκαίρως (μέσα σε λιγότερες από τρεις ώρες) σε άλλο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης που διαθέτει αιμοδυναμικό εργαστήριο (Παπαγεωργίου, Παπανικολάου, ΑΧΕΠΑ), προκειμένου να υποβληθεί σε πρωτογενή αγγειοπλαστική και να σωθεί η ζωή του. Σε διαφορετική περίπτωση, ο ασθενής υποβάλλεται σε θρομβόλυση και στη συνέχεια σε στεφανιογράφημα και αγγειοπλαστική.

“Είναι απαράδεκτο για ένα τόσο μεγάλο νοσοκομείο να μην έχει αιμοδυναμικό εργαστήριο. Όσοι δεν αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα δημιουργίας του είναι τυφλοί. Το αίτημά μας εκκρεμεί εδώ και πέντε χρόνια, ενώ υπάρχει και έτοιμος χώρος όπου μπορεί να εγκατασταθεί. Νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί 1.000.000 ευρώ για να γίνει το εργαστήριο αυτό, διότι έτσι θα σωθούν ζωές”, τόνισε κατά τη διάρκεια χθεσινής συνέντευξης Τύπου ο πρόεδρος της Καρδιολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, καθηγητής Καρδιολογίας ΑΠΘ Παράσχος Γκελερής.

Παράλληλα, ανέφερε ότι σε κάθε εφημερία του Ιπποκράτειου προσέρχονται κατά μέσο όρο 60-70 καρδιολογικοί ασθενείς, εκ των οποίων 20-25 χρειάζονται εισαγωγή. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Καρδιολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος απέστειλε σχετική επιστολή στον ίδιο τον υπουργό Υγείας και τους διοικητές της 3ης και της 4ης ΥΠΕ Μακεδονίας και Θράκης, ζητώντας να δοθεί άμεσα λύση, προκειμένου να αντιμετωπίζονται επιτυχώς τα περιστατικά οξέος εμφράγματος και να μειωθεί το ποσοστό θνησιμότητας των ασθενών.

Ταυτόχρονα, πρότεινε να συζητηθεί η πιθανή εγκατάσταση ενός ή δύο αιμοδυναμικών εργαστηρίων στη Μακεδονία και τη Θράκη, ανάλογα με την απόσταση από τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τη γεωγραφική και πληθυσμιακή κατανομή, δεδομένου ότι για να θεωρείται αξιόπιστο, επαρκές και ασφαλές ένα αιμοδυναμικό εργαστήριο πρέπει να εκτελεί τουλάχιστον 50 πρωτογενείς αγγειοπλαστικές τον χρόνο. Σήμερα, σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, από τα 23 νοσοκομεία που υπάρχουν μόνο σε τέσσερα λειτουργούν αιμοδυναμικά εργαστήρια (ΑΧΕΠΑ, Παπανικολάου, Παπαγεωργίου και νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης).


Η έρευνα

Την ίδια στιγμή, η Καρδιολογική Εταιρεία Βορείου Ελλάδος, σε συνεργασία με τους διευθυντές των καρδιολογικών κλινικών της Μακεδονίας και της Θράκης, ανέλαβε την πρωτοβουλία να καταγράψει τους ασθενείς με οξέα εμφράγματα μυοκαρδίου που νοσηλεύθηκαν στις κλινικές αυτές το 2010, με σκοπό να κάνει προτάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών αντιμετώπισής τους.

Συνολικά καταγράφηκαν 2.200 ασθενείς με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Απ’ αυτούς, περίπου οι 1.670, δηλαδή το 75%, νοσηλεύθηκαν σε νοσοκομεία χωρίς αιμοδυναμικό εργαστήριο και το 25% σε νοσοκομεία με αιμοδυναμικό εργαστήριο. Μόλις 5% των ασθενών διακομίστηκε από νοσοκομεία χωρίς αιμοδυναμικά εργαστήρια σε νοσοκομεία με αιμοδυναμικά εργαστήρια. Απογοητευτικός όμως ήταν και ο χρόνος προσέλευσης των ασθενών στο νοσοκομείο μετά την έναρξη των συμπτωμάτων του εμφράγματος, καθώς για το 50% των ασθενών ήταν μεγαλύτερος από τρεις ώρες.

Επιπλέον, η πρωτογενής αγγειοπλαστική, ακόμη και σε νοσοκομεία που είχαν τη δυνατότητα εφαρμογής της, έγινε σε σχετικά μικρό ποσοστό ασθενών (30%-35%).

“Σοβαρό πρόβλημα υπάρχει και με τη διακομιδή των ασθενών με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου από το ένα νοσοκομείο στο άλλο με ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ, εξαιτίας του φόρτου εργασίας και έλλειψης στόλου. Πιστεύω ότι θα πρέπει ένα ή δύο ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ να είναι καθημερινά διαθέσιμα μόνο για τέτοιου είδους περιστατικά”, επισήμανε ο κ. Γκελερής.

Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αναγκαία η ενημέρωση του πληθυσμού για τη συμπτωματολογία του οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου και την ανάγκη έγκαιρης και γρήγορης προσέλευσης στο νοσοκομείο, η εφαρμογή της πρωτογενούς αγγειοπλαστικής στο σύνολο των ασθενών στα νοσοκομεία που έχουν αυτή τη δυνατότητα, ξεπερνώντας τα διάφορα τεχνικά προβλήματα, και ο καλύτερος συντονισμός και η συνεννόηση μεταξύ των καρδιολογικών κλινικών των νοσοκομείων χωρίς και με αιμοδυναμικό εργαστήριο, για την έγκαιρη και ταχεία διακομιδή των ασθενών από το ένα νοσοκομείο στο άλλο.