Ισορροπία στη λεπτή γραμμή της λογικής

Οδοιπορικό στους ξενώνες αποασυλοποίησης στο Δαφνί, εκεί που οι ψυχικά ασθενείς διανύουν το τελευταίο στάδιο αποθεραπείας

Της Μαριλης Μαργωμενου

Θυμάμαι τουλάχιστον μία φορά τον εαυτό μου τόσο δυστυχή, που να μην θέλω να σηκωθώ δύο μέρες απ’ το κρεβάτι. Ο κύριος Βλάσης πέρασε στην ίδια κατάσταση πέντε χρόνια σ’ ένα ράντζο στη Λέρο. Κάποιες φορές όταν νευριάζω χτυπάω το χέρι μου στο γραφείο, δέκα λεπτά μετά μου φαίνεται εντελώς ασήμαντος ο λόγος που εκνευρίστηκα. Ο κύριος Δημήτρης έσπασε μ’ ένα καδρόνι ένα παρμπρίζ μια φορά που νευρίασε για κάποιον λόγο που πια δεν τον θυμάται. Καμιά φορά στεναχωριέμαι, γιατί ενώ μιλάω με κάποιον νιώθω πως δε μ’ ακούει, κι απλώς περιμένει να τελειώσω τη φράση μου για να μιλήσει. Η κυρία Γεωργία έκοψε με μαχαίρι το μπράτσο της για να κάνει τον άνδρα της να ενδιαφερθεί να την ακούσει.

Αν ρωτήσετε τους συγγενείς μου, θα σας πουν πως εγώ είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Αν ρωτήσετε τους συγγενείς του Βλάση, του Δημήτρη ή της Γεωργίας δε θα σας απαντήσουν, γιατί έχουν χρόνια να τους δουν – από τότε που τους άφησαν στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο του Δαφνίου.

Αν αυτό το ρεπορτάζ ξεκίνησε σαν αναζήτηση της λεπτής γραμμής που χωρίζει τη λογική απ’ την παραφροσύνη, κατέληξε στη διαπίστωση που κάνουν χρόνια οι ψυχίατροι: πως όλοι μας, αν πιεστούμε στο ευαίσθητο σημείο μας, μπορεί τη γραμμή να την περάσουμε. Ο,τι ακολουθεί, είναι οι ιστορίες που προέκυψαν στην πορεία – οι διηγήσεις του Βλάση, του Δημήτρη, της Γεωργίας και των άλλων ανθρώπων που χρόνια τώρα ψάχνουν να ενώσουν τις δύο άκρες του νήματος, για να συνεχίσουν τη ζωή τους.

Η Μαρία φοράει ένα κόκκινο φουστάνι από τσόχα, εντελώς παράταιρο με τα σαράντα της χρόνια και λουστρίνια με κόκκινες κάλτσες ως το γόνατο. Φιγούρα από παραμύθι, μάτια κουρασμένου παιδιού. «Είναι παλιά τα ρούχα της», μου λέει η κοπέλα που τη φροντίζει, «αλλά αρνείται να φορέσει καινούργια». Τη Μαρία δεν τη θέλουν πια σπίτι της και το μόνο σπίτι που έχει είναι τα παλιά της ρούχα, αυτά που έφερε μαζί όταν πρωτοήρθε στο Δαφνί. Τώρα ζει στον ξενώνα της Μεταμόρφωσης κι όταν η Αθηνά που κάθεται παραδίπλα λέει πως «η Μαρία είναι η καλύτερή μου φίλη», τη βλέπω να δακρύζει που κάποιος ακόμη στον κόσμο χαίρεται που υπάρχει. Γιατί ο κανόνας της αρρώστιας επιβάλλει να αφήνεται κανείς στη μοναξιά του – όπως ο κύριος Μάρκος.

Κοντός, 1.50, με γκρι σακάκι και γιλέκο, και τα μαλλιά χτενισμένα με μπριγιαντίνη, σα φιγούρα από παλιά ελληνική ταινία. Μόνο τα μάτια του μοιάζουν ξένα γιατί είναι άδεια και θλιμμένα, και πάντα στραμμένα κάτω, σα να παίζεται η ζωή του στο πάτωμα, κι εκείνος να κινδυνεύει αν κοιτάξει αλλού να τη χάσει. Οταν τον ρωτάς, σου λέει πως δεν έχει κανέναν φίλο, ούτε επιθυμεί να βγει έξω, ούτε και τίποτε άλλο θέλει πια απ’ τη ζωή. Ο κύριος Μάρκος έχει περάσει 35 χρόνια στο ψυχιατρείο. Είκοσι χρονών, σκότωσε τη μητέρα του. Υστερα συνήλθε απ’ την κρίση και με τις τύψεις για αυτό που έκανε σκότωσε τον εαυτό του.

Ολα είναι εξισώσεις

Ο κύριος Δημήτρης που είναι μαθηματικός, το λέει αλλιώς. «Ολα είναι μια σειρά από εξισώσεις με συν και πλην, και στο ίσον το αποτέλεσμα. Κάνεις ένα λάθος και τινάζονται όλα στον αέρα. Οπως και στη ζωή μας». Το δικό του λάθος ήταν ένα ξέσπασμα οργής πολλά χρόνια πριν, κι από τότε ψάχνει πώς να το διορθώσει. Θυμάμαι αυτό που μου είπε η Ελένη μια μέρα πριν: «Τα φάρμακα από μόνα τους δεν κάνουν τίποτα. Πρέπει εσύ να θες να γίνεις καλά». Η Ελένη μένει τώρα σε επιδοτούμενο διαμέρισμα, που θα πει πως αν καταφέρει να βρει δουλειά, πολύ σύντομα θα είναι έτοιμη να ζήσει μόνη της, όπως οι υγιείς άνθρωποι.

Χρόνια πριν ήρθε στον ξενώνα με δαγκωματιές στα χέρια. Οταν τη ρώτησε γι’ αυτές η Γεωργία που ήταν ήδη αρκετό καιρό εκεί, της είπε πως είναι απ’ την πεντάχρονη κόρη της. «Με δάγκωνε και μου έλεγε “φύγε, δε σε θέλω σπίτι”». Η κόρη της Ελένης ως τότε, είχε δει πράγματα που όταν παίζουν σε ταινίες, οι ενήλικοι γυρίζουν το κεφάλι να μη βλέπουν. «Με είδε να κάνω απόπειρα να πηδήσω απ’ το μπαλκόνι, με είδε να παίρνω το μαχαίρι, να το βάζω στο στήθος μου και να της λέω “αν δε σταματήσεις να κλαίς, θα μαχαιρωθώ…”».

Να ξαναβγεί στον κόσμο

Αν κάποιος μπορούσε να καταλάβει την Ελένη, ήταν η Γεωργία. Μια γελαστή γυναίκα, που δε μοιάζει καθόλου άρρωστη και σου δείχνει τα κοψίματα στο χέρι της με την ίδια φυσικότητα που θα έδειχνα εγώ το ρολόι στον καρπό μου. «Υπήρχαν εποχές που ήμουν κι εγώ χάλια», λέει. Δεν κρύβει τις απόπειρες που έκανε με χάπια, ούτε και διστάζει να μου πει για τις βελόνες που κατάπιε μια φορά που ήθελε πραγματικά να πεθάνει. Αλλά όλα αυτά συνέβησαν πολύ καιρό πριν. Τώρα η Ελένη έχει βάλει σκοπό να τελειώσει το σχολείο, γιατί η μητέρα της τη σταμάτησε στην τετάρτη Δημοτικού λέγοντάς της πως «είσαι άχρηστη». Και η Γεωργία να βρει δουλειά, να ξαναβγεί στον κόσμο. Κι αν αυτό ακούγεται απλό, γι’ αυτούς τους ανθρώπους που έζησαν στην αρρώστια χρόνια, φαίνεται τόσο δύσκολο που μερικοί δεν θέλουν καν να προσπαθήσουν.

Οπως ο Αλέξανδρος. Είχε για χόμπι τον κινηματογράφο πριν αρρωστήσει κι ήθελε να ανοίξει βίντεο κλαμπ. «Τώρα πια, δε μπορώ καν να παρακολουθήσω ταινία», λέει. Η διάγνωσή του γράφει πως πάσχει από κατάθλιψη. «Καμία σχέση μ’ αυτό που εννοείτε με τη λέξη εσείς οι υγιείς», λέει ο Αλέξανδρος. Ο Βαγγέλης δίπλα του, βλέπει την απορία μου, προσπαθεί να μου εξηγήσει: «εμένα οι άλλοι με βλέπουν στενοχωρημένο, και με ρωτάνε “τι σκέφτεσαι;”», λέει. «Ομως εγώ δε σκέφτομαι τίποτα. Είμαι στεναχωρημένος χωρίς λόγο, και δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα». Ο κύριος Πέτρος περιγράφει αυτή τη στεναχώρια σαν «το ίδιο πράγμα που νιώθεις όταν χάσεις κάποιον που αγαπάς, αλλά εκατό φορές πιο δυνατό». Κι είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση βαθιάς θλίψης που τον οδήγησε να κάνει δύο απόπειρες αυτοκτονίας και τον έβαλε στο Δαφνί.

Μάτια πάντα υγρά

Εκεί βρήκε τον κύριο Νίκο, που έχει μάτια πάντα υγρά, σα βουρκωμένα. Στα εικοσιπέντε του, πήγε μετανάστης στον Καναδά, «κι εκεί άρχισαν όλα», λέει. «Εβλεπα τον Θεό με τα χέρια ανοικτά, τους αγγέλους…». Γύρισε πίσω για να περάσει τα επόμενα 30 χρόνια στα ψυχιατρεία. «Στο Δαφνί, έχω μόνο τρία χρόνια», λέει. Κι ύστερα μετράει – «τι έτος έχουμε; Οχι, το 2000 πήγα στο Δαφνί. Συγγνώμη, επτά χρόνια είναι». Αυτό το λέει σα να είναι κάτι ασήμαντο, ένα νούμερο. Οσο ο κόσμος έξω άλλαζε, ο κύριος Νίκος έλειπε. «Τα αδέλφια μου έκαναν παιδιά, τα παιδιά τους έκαναν εγγόνια…». Μαντεύεις απ’ τον τρόπο που μιλάει τη λαχτάρα να τα ζήσει κι εκείνος όλα αυτά. Αλλά τα αδέλφια του είπαν πως δεν τον θέλουν σπίτι. Ο κυριος Νίκος υποτροπίασε τη μέρα που το έμαθε. Τώρα κάθεται όλη μέρα μπρος στην πόρτα του δωματίου του στο Δαφνί. Σ’ όποιον τον ρωτάει τι κάνει εκεί έξω, λέει απλά «περιμένω την αδελφή μου. Θα ’ρθει όπου να ’ναι».

«Το χειρότερο είναι η υποτροπή», μου λέει η Ειρήνη, η νοσηλεύτρια. Στα τριάντα της, δεν έχει να περιμένει και πολλά απ’ τη δουλειά. Δεν ελπίζει σε λεφτά, προαγωγές, ή έστω να σταματήσουν οι έξω να της λένε πως «θα κολλήσεις τρέλα» όταν λέει πως δουλεύει στο Δαφνί. «Η μόνη ανταμοιβή είναι να πηγαίνουν οι ασθενείς καλά», λέει. «Κάθε υποτροπή που έχουν, είναι σα να πηγαίνει η δική σου η ζωή πίσω». Αντίστοιχα, κάθε βελτίωση εδώ είναι γιορτή: ο κύριος Βλάσης βγήκε απ’ το ψυχιατρείο έπειτα από 16 χρόνια και με το που ήρθε στον ξενώνα ζήτησε πινέλο και αφρό για να ξυριστεί. Κι ο κύριος Πέτρος που βγήκε μαζί του απ’ το Δαφνί, ζήτησε ένα σακάκι. «Τι είναι αυτό;», είπε όταν είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη. «Εγώ φορούσα κουστούμι!».

«Οταν αρχίσουν οι ασθενείς να διεκδικούν, τότε πραγματικά βελτιώνονται», λέει η Βίκυ Καραχάλιου, η επιστημονικά υπεύθυνη του ξενώνα. Τώρα τα απογεύματα ο κύριος Βλάσης αποκοιμιέται στον καναπέ, απαγγέλοντας στιχάκια. Τα πιο πολλά τα έχει γράψει εκείνος, αλλά μερικές φορές μπερδεύεται και απαγγέλλει γνωστά τραγούδια. Δεν τον νοιάζει και πολύ – το μόνο που θέλει, είναι να σε κάνει να γελάσεις.

«Yπομονή»

«Είμαι άνθρωπος καλός, δεν πείραξα ποτέ κανέναν», λέει κάθε τόσο. Στο «πόσον καιρό είστε εδώ», απαντά «16 χρόνια». Και στο «πολύς καιρός δεν είναι;», λέει απλώς «υπομονή». Μου λέει πως ήταν καλή η ζωή του μέχρι που πήγε στρατιώτης στην Κύπρο στα 18 του και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ακόμα και τώρα όταν μιλάει για το κελί και τα βασανιστήρια νιώθεις την έντασή του. Ισως φταίει κι η φωνή του, που βγαίνει κάπως σφυριχτά – όπως όλοι εδώ, έτσι και σ’ εκείνον η αρρώστια έχει αφήσει τα ίχνη της. Ενα τικ στο μπράτσο, τρέμουλο στα χέρια… Τα παλιά φάρμακα είχαν παρενέργειες και οι άνθρωποι εδώ παίρνουν φάρμακα 30 χρόνια. Ο κύριος Γιώργος έχει απ’ τα φάρμακα μια αγκύλωση στον ώμο – «πάλι καλά που είναι μόνο αυτό», λέει. «Αλλοι έχουν παραμόρφωση στο πρόσωπο, σ’ εμένα τουλάχιστον δεν φαίνεται το πρόβλημα».

Είναι δύο μέτρα ψηλός, με τεράστιες πλάτες και μου λέει πως μπήκε πρώτη φορά στο ψυχιατρείο το ’73. «Οι φωνές μου ζητούσαν πράγματα που δεν ήθελα να κάνω. Μόνος μου ήρθα στο ψυχιατρείο», λέει. Η διάγνωση ήταν σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου. Που θα πει, να ακούς φωνές, να βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν και να νομίζεις πως οι άλλοι θέλουν το κακό σου. Στην έξαρση των συμπτωμάτων, μπορεί να κάνεις κακό στους άλλους. Στην ύφεση, μπορείς μόνο να μετανιώσεις.

Οι ψυχίατροι λένε πως κανείς αναίσθητος άνθρωπος δεν παθαίνει ψυχικές ασθένειες. Εκείνοι που σκέφτονται πολύ, που νιώθουν τη ματαιότητα της ζωής είναι που υποφέρουν.

Φωνές

Ο Γιώργος πέρασε 25 χρόνια μπαινοβγαίνοντας στα ψυχιατρεία. Πάντα γύριζε μόνος του πίσω, κάθε φορά που ένιωθε να φοβάται τον εαυτό του. «Πριν από έξι χρόνια, όταν χτίζαμε το καφενείο στο Δαφνί, ορκίστηκα πως δεν θα ξαναμπω μέσα», λέει. Εχει πολλές πιθανότητες να τα καταφέρει, γιατί έχει αυτό που οι ψυχίατροι λένε «εναισθησία» και που οι πιο πολλοί ψυχασθενείς δεν θα αποκτήσουν ποτέ: έχει συναίσθηση του ότι είναι άρρωστος. Ακόμη και τώρα, ακούει τις φωνές, αλλά ξέρει πως δεν είναι πραγματικές. Κι όταν τον ρωτάω πώς κατάφερε να ξεχωρίσει το πραγματικό απ’ το ψεύτικο… «τίποτε δεν είναι ψεύτικο», λέει σφίγγοντας τα χείλη. «Οι φωνές είναι εκεί, υπάρχουν. Αλλά αν τους δώσω σημασία, θα πρέπει να σταματήσω να ζω στον κόσμο. Κι εγώ δεν θέλω πια να είμαι μόνος μου».

Χρειάζεται χρόνος για την «επιστροφή»

Οι άνθρωποι που εισάγονται στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ), το παλιό Δαφνί, είναι εκείνοι που έχουν κλινικά συμπτώματα επικίνδυνα για τον εαυτό τους ή για τους άλλους και όσοι το επιθυμούν γιατί νιώθουν πως δεν είναι σε θέση να ζήσουν έξω. Μπαίνουν αρχικά στο τμήμα οξέων περιστατικών και αν δεν πάρουν εξιτήριο μέσα στα επόμενα εικοσιτετράωρα παραμένουν για κάποιο διάστημα εκεί ή μετακινούνται στο τμήμα μέσης νοσηλείας για 2 έως 6 μήνες. Οταν η κατάστασή τους το επιτρέψει, φεύγουν για τους ξενώνες, τα οικοτροφεία ή τα διαμερίσματα, ώστε να ξαναμπούν σε συνθήκες κανονικής ζωής.

Για να μπορέσουν να βρουν δουλειά, έχει ξεκινήσει η ίδρυση 14 κοινωνικών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης (ΚΟΙΣΠΕ) που θα τους εξασφαλίσουν εργασία με κανονικό μισθό και τετράωρη απασχόληση. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως οποιοσδήποτε ασθενής είναι σε θέση να εργαστεί ή να βγει απ’ το νοσοκομείο. «Υπάρχει ένα μικρό ποσοστό ασθενών, 2 με 3%, που δε θα μπορέσουν ποτέ να επανενταχθούν», λέει ο διοικητής του ΨΝΑ Αθ. Κοσμόπουλος. «Δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως κάποτε θα φύγουν όλοι και θα κλείσει το ψυχιατρείο – γιατί κάποιοι ασθενείς δεν είναι δυνατόν να ζήσουν έξω απ’ αυτό».

«Αυτή τη στιγμή, το ΨΝΑ περιθάλπει 1.200 ασθενείς, αλλά οι 600 απ’ αυτούς ζουν εκτός νοσοκομείου, σε οικοτροφεία, ξενώνες και διαμερίσματα», λέει η διευθύντρια της νοσηλευτικής υπηρεσίας Βασιλική Μούγια. Πρόκειται για μεγάλη βελτίωση, αν σκεφθεί κανείς πως μέχρι πριν από μερικά χρόνια ζούσαν μέσα στο νοσοκομείο 3.000 άνθρωποι χωρίς προοπτική να φύγουν ποτέ. Αλλά όπως λέει και η διευθύντρια της ιατρικής υπηρεσίας, Νεφέλη Κατσάνου, «ακόμη κι εκείνοι που δε μπορούν να βγουν απ’ το νοσοκομείο, μπορούν να παρουσιάσουν βελτίωση. Απλώς θέλει χρόνο, γιατί η ψυχική διαταραχή έχει να κάνει και με το βιολογικό υπόστρωμα του ασθενούς, αλλά και με το περιβάλλον στο οποίο εκτίθεται, κι αυτοί οι δύο παράγοντες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους». «Ο στόχος μας τώρα», συμπληρώνει η κυρία Μούγια, «είναι να δημιουργήσουμε κέντρα ψυχικής υγείας σε πολλά σημεία της χώρας, ώστε οι ασθενείς να πηγαίνουν σ’ αυτά και να μην χρειάζεται η νοσηλεία τους εδώ». Και αυτό που εύχονται όλοι, είναι να εξασφαλισθούν οι αναγκαίοι πόροι για να συνεχιστεί η αποασυλοποίηση, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο καταστροφικό για τους ασθενείς των ξενώνων και των οικοτροφείων, απ’ το να τους γυρίσουν πίσω στο ψυχιατρείο, ενώ έχουν μάθει πια να ζουν στον πραγματικό κόσμο.