Κακούργημα το «ξέπλυμα χρήματος»

Ανοίγει ο δρόμος για να μπορούν να παραπέμπονται και για «ξέπλυμα χρήματος» σε βαθμό κακουργήματος όσοι έχουν ζημιώσει το Δημόσιο με κάποιο οικονομικό αδίκημα (υπεξαίρεση, απάτη, απιστία στην υπηρεσία κ.λπ.) έστω και μερικά χρόνια νωρίτερα.

 

Με βούλευμα του Αρείου Πάγου που παραπέμπει ξανά σε δίκη τον έκπτωτο Μητροπολίτη Παντελεήμονα (Αντώνιο Μπεζενίτη), αυτήν τη φορά για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, «ανάβει πράσινο φως» για την πολύ αυστηρότερη ποινική μεταχείριση διαφόρων κατηγορουμένων που έχουν προκαλέσει περιουσιακή βλάβη στο Δημόσιο.

Το αρεοπαγιτικό βούλευμα θα μπορούσε να αποτελέσει «μπούσουλα» για την αυστηρότερη μεταχείριση του Αν. Μαντέλη καθώς επίσης και άλλων κατηγορουμένων (π.χ. στην υπόθεση Siemens κ.λπ.), έστω και αν η αρχική πράξη τους (το αποκαλούμενο «βασικό έγκλημα») δεν μπορεί πλέον να διωχθεί λόγω π.χ. παραγραφής.

Ουσιαστικά ο ΑΠ δέχεται ότι μετά τη θέσπιση του Νόμου 2331/95 για το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» (και την τροποποίησή του με τον Νόμο 3424/05) μπορεί να υπάρχει δίωξη και για το «βασικό έγκλημα» (π.χ. υπεξαίρεση, δωροδοκία, απάτη) αλλά και για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δράση (ξέπλυμα), η οποία μπορεί να είναι και σε βαθμό κακουργήματος με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν. 1608/50 (περί καταχραστών δημοσίου χρήματος), εφόσον το όφελος του παραβάτη και η αντίστοιχη ζημιά του Δημοσίου ξεπερνούν τα 150.000 ευρώ.

Στο αρεοπαγιτικό βούλευμα (1386/10) τονίζεται ότι το «βασικό έγκλημα» (στην περίπτωση του Παντελεήμονα η υπεξαίρεση για την οποία καταδικάστηκε σε 6ετή κάθειρξη και έχει ήδη αποφυλακιστεί) και η επόμενη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δράση βρίσκονται σε πραγματική συρροή.

Η ποινική ευθύνη για το «βασικό έγκλημα» -τονίζεται- δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδου (ξέπλυμα) από τον ίδιο δράστη, αρκεί να προκύπτει ότι υπάρχει συνολικός σχεδιασμός της αξιόποινης δράσης.

Δηλαδή, ο ΑΠ για να τιμωρηθεί κάποιος και για τα δύο αδικήματα αξιώνει να αποτελούν και τα δύο μέρη ενός καθολικού σχεδίου, με την έννοια ότι το «βασικό έγκλημα» (που είναι προαπαιτούμενο) τελείται για να επακολουθήσει η αυτοτελής εγκληματική συμπεριφορά του «ξεπλύματος», η οποία γίνεται με τη διακίνηση των χρημάτων μέσω τραπεζικών λογαριασμών, την αξιοποίησή τους για αγορά κινητών ή ακινήτων κ.λπ.

Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι το ποσό του «βασικού εγκλήματος» (π.χ. υπεξαίρεσης) μπορεί να είναι διαφορετικό του «ξεπλύματος», αφού στο τελευταίο είναι δυνατό να υπάρχει και πρόσθετη αξία από ωφελήματα που μπορεί στο μεταξύ να προέκυψαν (όπως π.χ. από τόκους, εφόσον βρίσκεται σε τραπεζικό λογαριασμό).

«Ζωντανό» παραμένει το αδίκημα

Δίωξη ακόμα και αν δεν έχει υπάρξει καταδίκη για κάποιο «βασικό έγκλημα»

Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα του «ξεπλύματος», δεν είναι επίσης αναγκαίο να έχει προηγουμένως καταδικαστεί ο κατηγορούμενος για κάποιο «βασικό έγκλημα» (υπεξαίρεση, απιστία κ.λπ.), αφού σε ορισμένες περιπτώσεις κάτι τέτοιο μπορεί να είναι από τα πράγματα ανέφικτο, όπως σε περίπτωση που το «βασικό έγκλημα» έχει πλέον παραγραφεί.

Ετσι η δίωξη για «ξέπλυμα μπορεί να μείνει ζωντανή» ακόμα και στην περίπτωση που δεν μπορεί να διωχθεί το «βασικό έγκλημα», αρκεί να υπάρχουν πράξεις «ξεπλύματος» μετά τις 24-8-95 (που πρωτοθεσπίστηκε η σχετική νομοθεσία) και εφόσον προκύπτει ο συνολικός σχεδιασμός δράσης όπως απαιτεί ο επιεικέστερος Ν. 3424/05.

Με το αρεοπαγιτικό βούλευμα ο Παντελεήμων παραπέμπεται να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δράση, αδίκημα που θεωρείται παρεπόμενο του βασικού εγκλήματος της υπεξαίρεσης, για την οποία καταδικάστηκε προ 2ετίας σε 6ετή κάθειρξη.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ