Κάποιοι ανέφεραν ότι είχαν τάσεις αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμού. Βαρύτατες οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία γιατρών και νοσηλευτών, λένε οι επιστήμονες
Το μέγεθος της τρομακτικής πίεσης που υφίστανται όλο αυτό το διάστημα οι γιατροί και νοσηλευτές που εργάζονται στις ΜΕΘ, αποτυπώνει έρευνα στη Βρετανία η οποία αποκαλύπτει τις βαρύτατες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία.
Σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι σε ΜΕΘ νοσοκομείων της Αγγλίας κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού βιώνουν έντονο άγχος, κατάθλιψη ή μετατραυματικό στρες και κάποιοι θα προτιμούσαν να πεθάνουν, είναι τα αποτελέσματα της έρευνας.
Πολλοί νοσηλευτές και γιατροί στις ΜΕΘ έχουν την κλινική εικόνα του PTSD (διαταραχή μετατραυματικού στρες) ή του αλκοολισμού και τα συμπτώματα είναι τόσο έντονα ώστε κάποιοι να ομολογούν ότι σκέφτονται να αυτοκτονήσουν ή να αυτοτραυματιστούν.
Η έρευνα, δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Occupational Health, πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο προτού η Βρετανία αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη αύξηση κρουσμάτων από την έναρξη της πανδημίας.
Διαπιστώθηκε ότι μεταξύ των πάνω από 700 εργαζόμενων στον τομέα υγείας σε εννέα ΜΕΘ νοσοκομείων της Αγγλίας, το 45% πληρούσε τα κριτήρια για πιθανή ύπαρξη τουλάχιστον μιας από τέσσερις σοβαρές ψυχικές διαταραχές: οξεία κατάθλιψη (6%), PTSD (40%), οξεία αγχώδη διαταραχή (11%) ή αλκοολισμός (7%).
Το πιο ανησυχητικό είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι πάνω από ένας στους οκτώ από εκείνους που συμμετείχαν στην έρευνα, ανέφεραν συχνούς αυτοτραυματισμούς και σκέψεις για αυτοκτονία.
Οι επικεφαλής της έρευνας σημειώνουν ότι τα τόσο σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας που εμφανίζει το προσωπικό στις ΜΕΘ, που φροντίζει τους βαριά ασθενείς με κορωνοϊό και όσους πρόκειται να καταλήξουν από την νόσο, είναι πιθανόν να επηρεάζουν την ικανότητά τους να εργαστούν αποτελεσματικά και πλήττει την ποιότητα της ζωής τους.
Η πίεση που δέχεται το προσωπικό στις ΜΕΘ, που εργάζεται με βαριά ασθενείς για μεγάλες περιόδους σε περιοχές όπου ο κίνδυνος έκθεσης στον κορωνοϊό είναι υψηλός και οι ελλείψεις σε προσωπικό και σε εξοπλισμό συνιστούν καθημερινά προβλήματα, είναι ιδιαίτερα έντονη.
«Το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των ασθενών με COVID-19 που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ σε συνδυασμό με τη δυσκολία στις επικοινωνίες και στην παροχή επαρκούς στήριξης σε όσους ασθενείς θα καταλήξουν, είναι πιθανό να έχουν υπάρξει έντονα στρεσογόνοι παράγοντες», λέει ο Νιλ Γκρίνμπεργκ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου, ο οποίος ήταν ένας από τους επικεφαλής της έρευνας.
Τα συμπεράσματα υπογραμμίζουν τις πιθανόν βαρύτατες επιπτώσεις που έχει η COVID-19 στην ψυχική υγεία των υγειονομικών εργαζομένων στην πρώτη γραμμή στο Ηνωμένο Βασίλειο, σημειώνει ο Γκρίνμπεργκ, και την επιτακτική ανάγκη για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας στους εργαζόμενους στον τομέα υγείας.