Στα χρόνια της πανδημίας που διάγουμε με την παρουσία του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατακλυζόμαστε από χιλιάδες πληροφορίες που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ξεκινώντας από τις αμιγώς επιστημονικές, περνώντας στις συνωμοσιολογίες και καταλήγοντας στις διάφορες σκοταδιστικές απόψεις που ωθούν το κοινό να ραντίζεται με αγιασμό για να προστατευθεί από τον κορονοϊό. Η παράταση της εκκρεμότητας επιτείνει τα τελευταία φαινόμενα με σαφές αποτέλεσμα τη δημιουργία μηχανισμών που εμποδίζουν την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος.
Δεν μπορούσε να λείπει από τα δρώμενα και η Ομοιοπαθητική. Θα έλεγα μάλιστα ότι μάλλον άργησε να φανεί! Έτσι τις τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες αντιπαραθέσεων των οπαδών της με γιατρούς στο δημόσιο λόγο. Εμφανίσθηκαν μάλιστα και ανακοινώσεις ημερίδων, webinars κλπ για το θέμα αυτό.
Λίγα λόγια για την ιστορία. Η ομοιοπαθητική επινοήθηκε τον 18ο αιώνα από ένα Γερμανό γιατρό, τον Σάμουελ Χάνεμαν, ο οποίος αμφισβητώντας μεθόδους της εποχής όπως η αφαίμαξη, άρχισε να αναζητά εναλλακτικές. Ο Χάνεμαν πειραματίστηκε με τον φλοιό της κιγχόνης, του φυτού που έδωσε το θαυματουργό κινίνο. Το εκχύλισμα του φυτού από το Περού δινόταν ως φάρμακο για την ελονοσία, όμως η λειτουργία του παρέμενε μυστήριο. Ο Χάνεμαν, άτομο υγιές και σε φόρμα, έφαγε τον φλοιό και ανέβασε αμέσως πυρετό. Αυτό τον οδήγησε στο να πιστέψει και υποστηρίξει ότι , αυτό που του προκάλεσε τον πυρετό… θα θεραπεύσει τον πυρετό.
Και αυτό έγινε το δόγμα του. Βασιζόμενος δηλαδή σε αυτή τη μία και μόνη εμπειρία, ο Χάνεμαν έθεσε τα θεμέλια της εναλλακτικής μεθόδου «θεραπευτικής» που ονόμασε ομοιοπαθητική. Η δημοτικότητα της ομοιοπαθητικής εκτοξεύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν άνοιξε το πρώτο νοσοκομείο ομοιοπαθητικής το 1832.
Στην ομοιοπαθητική οι μελέτες – επιστημονικές και μη επιστημονικές – αφθονούν. Ωστόσο, πειστικές αποδείξεις δεν υπάρχουν (όπως, για παράδειγμα ότι, οι μεγάλες αραιώσεις των ουσιών παρέχουν φαρμακευτικά αποτελέσματα). Αυτό που όντως δείχνουν οι μελέτες είναι ότι τα ομοιοπαθητικά παρασκευάσματα μπορούν να προκαλέσουν την ίδια ανταπόκριση με το εικονικό φάρμακο, το οποίο κάνει ορισμένους ανθρώπους να αισθάνονται καλύτερα.
Οι μεμονωμένες μελέτες σπανίως λαμβάνονται υπόψη στην ιατρική. Χρειάζεται να επαναληφθούν ξανά και ξανά προκειμένου να θεωρηθούν αξιόπιστες. Με σημείο αιχμής τη βασική αυτή αρχή, η ανεξάρτητη, μη κερδοσκοπική, μη κυβερνητική οργάνωση, Cochrane, δίκτυο ερευνητών που δραστηριοποιείται σε 130 χώρες, και αξιολογεί τις επιστημονικές ιατρικές δημοσιεύσεις, έχει διενεργήσει σειρά μελετών για την ομοιοπαθητική, ήδη από το 2008. Οι έρευνες έδειξαν ότι δεν υπάρχουν σοβαρές αποδείξεις πως η ομοιοπαθητική βοηθά τη γρίπη, το χρόνιο άσθμα, την άνοια ή το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Πιθανώς βοηθά τις δερματικές αντιδράσεις που προκαλούνται ως παρενέργεια από την ακτινοθεραπεία και τη χημειοθεραπεία στις οποίες υποβάλλονται οι καρκινοπαθείς, υπογραμμίζοντας ωστόσο, ότι οι δοκιμές πρέπει να επαναληφθούν προκειμένου να επιβεβαιωθεί το όποιο όφελος.
Το 2010, η Επιτροπή Επιστήμης και Τεχνολογίας της Βουλής των Κοινοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο έδωσε στη δημοσιότητα έκθεση για την ομοιοπαθητική, σύμφωνα με την οποία οι αποδείξεις ότι τα ομοιοπαθητικά παρασκευάσματα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με το εικονικό φάρμακο, είναι συντριπτικές.
Ταυτόχρονα η ομοιοπαθητική δεν στερείται επικινδυνότητας. Το 2012 δημοσιεύτηκε (Edzard Ernst et al), μια ανασκόπηση των επιβλαβών συνεπειών που προκύπτουν από τη χρήση ομοιοπαθητικών παρασκευασμάτων. Η μελέτη διαπίστωσε ότι 1.159 ασθενείς αντιμετώπισαν προβλήματα. Τέσσερις πέθαναν. Συχνά μάλιστα, η λήψη ομοιοπαθητικών καθυστέρησε τη θεραπεία τους ή τη ματαίωσε εντελώς.
Τούτων δοθέντων το 2017, το ΚΕΣΥ αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέμα, δεδομένου ότι όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, στην Ελλάδα που δεν φημίζεται ιδιαίτερα για την ύπαρξη κανονισμών και ρυθμίσεων η κατάσταση ήταν (και είναι) ανεξέλεγκτη και χαοτική. Μετά από πολύωρες και έντονες συνεδριάσεις με τη συμμετοχή υποστηρικτών και των δύο αντιτιθέμενων απόψεων, κατέληξε στην παρακάτω απόφαση που παραθέτω:
Όπως προ είπα, παρόλα αυτά, η κατάσταση ουδόλως έχει αλλάξει κατά το ελάχιστο. Εναπόκειται στην Πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της. Τουλάχιστον έχει γίνει ένα πρώτο βήμα.
*Ο Κώστας Β. Μάρκου είναι Καθηγητής, τέως Προέδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας