Μεγάλο φαγοπότι με τις αλόγιστες ιατρικές πράξεις

 

Ερευνα του ΙΚΑ δείχνει το κόστος των ιατροτεχνολογικών υλικών να «μένει αμετακίνητα υψηλό» στο ΕΣΥ

Του Τασου Τελλογλου

Μία ομάδα έξι αποφασισμένων υπαλλήλων του ΙΚΑ (η μισθοδοσία των οποίων, συνολικά, κοστίζει στο Iδρυμα λιγότερα από 100.000 ετησίως) κατάφερε μέσα σε μία διετία να εξοικονομήσει προς όφελος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ποσά άνω των 17,3 εκατομμυρίων ευρώ που αφορούσαν σε ιατρικές πράξεις και υλικά, την ώρα που το «νέο» σύστημα προμηθειών των δημοσίων νοσοκομείων εκτίναξε αυτές τις δαπάνες.

H ενδιαφέρουσα και «διδακτική»(;) ιστορία αναφέρεται στην Κεντρική Ομάδα Ελέγχου (ΚΟΕ) του ΙΚΑ και τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενήργησε στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Αθηνών (ΝΜΥΑ). Η τελευταία περιλαμβάνει 62 κλινικές που συνεργάζονται με το ΙΚΑ, 480 διαγνωστικά κέντρα και 42 νοσοκομεία. Και μόνο ο αριθμός των μονάδων στις τρεις αυτές κατηγορίες δείχνει τον «πληθωρισμό» που υπάρχει στις υπηρεσίες παροχής υγείας και περίθαλψης στην Αθήνα, που κατά κανόνα όμως, αντανακλά σε χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας.

Βασικό «εργαλείο» στην πρακτική του ΙΚΑ έναντι ιδιωτικών κλινικών που συνεργάζονται μαζί του είναι η έκδοση μιας σειράς εγκυκλίων -από τα τέλη του 2006 έως πρόσφατα- με στόχο τον δραστικό περιορισμό δαπανών σε ιατρικές πράξεις και χρήση νέων ή και παλαιότερων τεχνολογιών. Μετά την εκδοση των εγκυκλίων καταγραφόταν συνήθως δραστικός περιορισμός του αριθμού των υλικών ή των εξετάσεων καθώς το ιατρικό «κίνητρο» για ιατρούς και κλινικές περιοριζόταν σημαντικά.

Ετσι, μετά την έκδοση σχετικής εγκυκλίου για τον καθορισμό ανώτατης τιμής π.χ. για τη χρήση ενδοσκοπικής κάψουλας στη γαστρεντερολογία, από 3.000 περιστατικά τον χρόνο, ο αριθμός μόνο στην Αθήνα, και μόνο για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, περιορίστηκε στα 120!

Η χρέωση των λαπαροσκοπικών επεμβάσεων παχυσαρκίας, μετά τον καθορισμό πλαφόν έριξε τον «τζίρο» κατά 1/3 (σ.σ.: από 3,8 στα 2,6 εκατομμύρια ευρώ).

Ο τομέας της λαπαροσκοπικής, καταδεικνύει ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί ασφάλισης όπως το ΙΚΑ, στον έλεγχο δαπανών των νοσοκομείων και των ιδιωτικών κλινικών.

«Συνήθως, η χρήση της τεχνολογίας και η (υπερτιμολογημένη) κοστολόγησή της προηγείται του καθορισμού κανόνων και της προσπάθειας περιορισμού της σπατάλης στην οποία ρέπει ο συνασπισμός γιατρών – προμηθευτών ιδιωτικών κλινικών», αναφέρεται σχετικά. Ετσι, το ΙΚΑ αποφασίζει στις 18 Απριλίου του 2007 να ορίσει πλαφόν στην τιμολόγηση διαφόρων υλικών μεθόδων λαπαροσκοπικής, ανά είδος επέμβασης:

– Η χολοκυστεκτομή με χρήση λαπαροσκοπικής μεθόδου καθορίζεται στα 1.100 ευρώ (από 5.500 έως 6.000) που χρέωναν οι κλινικές.

– Η αφαίρεση σκωληκοειδίτιδας στα 1.100 ευρώ επίσης (έναντι 4.000 της «πρακτικής» των κλινικών).

– Tο γαστρικό «μπαϊπάς», 4.500 ευρώ (έναντι 10.000 ευρώ).

Στην ίδια εγκύκλιο σημειώνεται «ότι η χρήση αιμοστατικών ουσιών (σ.σ.: ουσίες που σταματούν την αιμορραγία) δεν θεωρείται απαραίτητη για καμία από τις παραπάνω επεμβάσεις και κατά συνέπεια δεν καλύπτονται οι σχετικές δαπάνες…».

Αύξηση του τζίρου

Ταυτόχρονα το ΙΚΑ έχει διαπιστώσει «την αλόγιστη χρήση διεγερτών, μιας επίσης νέας τεχνολογίας νευρικών αισθητήρων που ανακάλυψαν οι προμηθευτές ορθοπεδικών ειδών προκειμένου με τη βοήθεια κάποιων ορθοπεδικών να αυξήσουν τους τζίρους τους». Στις 26 Μαρτίου του 2007, ο τότε γενικός διευθυντής του ΙΚΑ κ. Παναγιώτης Αλλουμανής γράφει στις υπηρεσίες του ΙΚΑ: «Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούνται νευροδιεγέρτες χωρίς να τεκμηριώνεται ιατρικά η αναγκαιότητα χρήσης τους, ενώ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το είδος της επέμβασης δικαιολογεί τη χρήση νευροδιεγερτών, ο αριθμός που χρησιμοποιείται είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του αναγκαίου. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η υπερβολική αύξηση του κόστους των επεμβάσεων, χωρίς να υπάρχει το αντίστοιχο όφελος για τον ασθενή…». Με την εγκύκλιο, το ΙΚΑ συνιστά να χρησιμοποιούνται οι διεγέρτες μόνο σε βαριές επεμβάσεις σπονδυλικής στήλης και «σε επεμβάσεις στις οποίες λόγω νεοπλασιών υπάρχουν ανατομικές αλλοιώσεις…».

Οπως έχει αποκαλύψει η «Κ», ήδη το 2006 -2007 οι αμερικανικές εποπτικές αρχές του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης είχαν μαρτυρίες από δύο μεγάλες εταιρείες ορθοπεδικού υλικού (Depui, Plus/Smith &Nephew) ότι «λάδωναν γιατρούς σε ελληνικά κρατικά νοσοκομεία». Προφανώς η ίδια πρακτική ακολουθείτο και σε ιδιωτικά νοσοκομεία που συνεργάζονταν με τα ασφαλιστικά ταμεία.