Μετά την απόφαση για τους δικαστές τώρα και βουλευτές έτοιμοι για αγωγές για αναδρομικά

Μετά την οριστική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που δικαιώνει τους απόμαχους δικαστές, ήδη οι συνταξιούχοι βουλευτές αναμένεται να καταθέσουν αγωγές στα Διοικητικά Δικαστήρια, διεκδικώντας και αυτοί αναδρομικά τις διαφορές των συντάξεων τους.

Οι βουλευτές αναζητούν λύσεις, προκειμένου να βρεθεί νομική διέξοδος για να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, καθώς η νομολογία του Μισθοδικείου που έχει διαμορφωθεί από το 2013 και μετά, δεν συνδέει πλέον το μισθολογικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών με αυτό των δικαστών.

Από το 2013 αντιστράφηκαν οι όροι και πλέον οι βουλευτές ζητούν να αυξηθούν οι αποδοχές και οι συντάξεις τους στα επίπεδα των δικαστών (ενώ μέχρι τότε συνέβαινε το αντίθετο).

Ήδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας εκκρεμούν αιτήσεις για την καταβολή διαφορών από βουλευτικές αποζημιώσεις.

Τι αποφάσισε το Ελεγκτικό Συνέδριο για τους δικαστές

Νωρίτερα, δικαιώθηκαν από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι συνταξιούχοι δικαστές, μετά την «απόφαση Αγγελάρα» του Μισθοδικείου και οι περικοπείσες συντάξεις τους επανέρχονται στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012.

Κατά πλειοψηφία (28-3) οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφάνθηκαν (1330/2023) ότι είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της διοίκησης-Πολιτείας για επανακανονισμό της σύνταξης του πρώην προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νίκου Αγγελάρα, που είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο, διότι όφειλε η Διοίκηση- Πολιτεία να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές τις σχετικές διατάξεις του νόμου 4387/2016, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.

Δηλαδή, εφαρμοστέες για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων των πρώην δικαστών, εισαγγελέων και μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) είναι οι προϊσχύσασες διατάξεις του «νόμου Κατρούγκαλου» (νόμος 4387/2016). Δηλαδή, οι συντάξεις των δικαστών επανέρχονται στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012, με άλλα λόγια προ του καθεστώτος που είχε διαμορφωθεί πριν το νόμο 4093/2012.

Ακόμη, το καταβλητέο ποσό της σύνταξής υπόκειται μόνο στις περικοπές και τις κρατήσεις που δεν αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από το Μισθοδικείο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Πώς θα καθοριστεί το ύψος των συντάξεων

Οι συντάξεις των απόμαχων δικαστών, μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρέπει να προσδιοριστούν σε επίπεδα πάνω του 60% των αποδοχών των ενεργεία συναδέλφων τους, όπως έχει αποφανθεί το Μισθοδικείο.

Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες του protothema.gr το ύψος των συντάξεων των δικαστών θα καθοριστεί μεταξύ του 70-80% των αποδοχών των εν ενεργεία συναδέλφων τους, χωρίς όμως να έχει ληφθεί οριστική κυβερνητική απόφαση, λόγω του μεγάλου κόστους επιβάρυνσης που θα υπάρξει.

Σε άλλο σημείο η απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανέφερε ότι «αρμόδιο για τον καθορισμό του χρονικού σημείου έναρξης των αποτελεσμάτων απόφασης επί τρίτων προσώπων, στα οποία εκτείνεται κατά το Σύνταγμα η δικαιοδοσία του, είναι το ειδικό κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστήριο».

Η απόφαση αφορά μόνο όσους προσέφυγαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο

Να σημειωθεί, ακόμη, ότι η επίμαχη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταλαμβάνει μόνο όσους έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο. Για τους λοιπούς συνταξιούχους είναι θέμα της Κυβέρνησης τι θα πράξει, καθώς η καταβολή της αναδρομικής διαφοράς για όλους τους συνταξιούχους δικαστές είναι πολύ μεγάλη οικονομική επιβάρυνση.

Πάντως, η μειοψηφία των τριών μελών της Ολομέλειας του ΕΣ, επισήμανε ότι πρέπει να δοθεί στην Κυβέρνηση ο απαιτούμενος χρόνος προσαρμογής προς την επίμαχη απόφαση.

Σύμφωνα με τα κριθέντα από τα δικαστήρια οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4, 6, 7 και 8 του ν. 4387/2016, αντίκεινται, στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς τη δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν τη χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης που να μην αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν τον αυτό βαθμό με εκείνον που κατείχαν οι συνταξιούχοι κατά την έξοδό τους από την ενεργό υπηρεσία, ώστε να διασφαλίζεται σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματος που ασκούσαν.

Όπως επισήμανε το Ε.Σ. σε ανάρτησή του «σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου (Μισθοδικείου), που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία».

Ακόμα, αναφέρει το Ε.Σ. ότι «η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ’ όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Το Μισθοδικείο

Το Μισθοδικείο με την υπ. αριθμ. 255/2021 απόφασή του είχε κρίνει ότι «το Σύνταγμα επιβάλει σταθερή αναλογία των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών», ενώ σε άλλο σημείο υπογραμμίζει ότι με την μείωση των συντάξεων που έγινε το 2012 παραβιάζεται μια πλειάδα συνταγματικών διατάξεων, καθώς οι συντάξεις σε σχέση με τις αποδοχές των ενεργεία δικαστών, υπολείπονται «κατά ποσοστό σαφώς ανώτερο του 40%».

Συγκεκριμένα το «δια ταύτα» της υπ΄ αριθμ. 255/2021 απόφασης του Μισθοδικείου (πρόεδρος η Μαίρη Σάρπ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Νικόλαος Σκαρβέλης) είναι ότι «η συνταγματική προστασία, η οποία αναφέρεται στον εν ενεργεία δικαστικό λειτουργό, διασφαλίζει και το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, διότι και αυτό αποτελεί εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του».