Οι εμπειρογνώμονες της τρόικας, που θα φτάσουν στην Αθήνα, θα επαναφέρουν με μεγαλύτερη ένταση τις σκληρές προτάσεις τους
Του Βασίλη Ζήρα
Δύσκολες αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα για το μέγεθος, τη διάρθρωση και τις θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα καλείται να πάρει στο αμέσως προσεχές διάστημα η κυβέρνηση προκειμένου, αφενός μεν να καταστήσει διατηρήσιμη και αξιόπιστη τη δημοσιονομική προσαρμογή, αφετέρου δε να απαντήσει στις ισχυρές πιέσεις της τρόικας για πρόσθετα μέτρα περικοπής δαπανών.
Οι εμπειρογνώμονες της τρόικας, που θα φτάσουν στην Αθήνα σε δύο κύματα (ένα πρώτο τεχνικό κλιμάκιο αύριο για να προετοιμάσει την αξιολόγηση και ένα άλλο, υπό τον κ. Σερβάας Ντερόζ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον Πολ Τόμσεν του ΔΝΤ την ερχόμενη Δευτέρα) θα επαναφέρουν, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη ένταση, προτάσεις για σκληρά διαρθρωτικά μέτρα που μπορεί να φτάνουν μέχρι και τις απολύσεις στον δημόσιο τομέα. Η υλοποίηση τέτοιων μέτρων προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα και αυτός είναι ο λόγος που στις Βρυξέλλες, τη Φρανκφούρτη και την Ουάσιγκτον (όπου η έδρα της Κομισιόν, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ αντίστοιχα) υπάρχει έντονη ανησυχία για τις πολιτικές εξελίξεις και το ενδεχόμενο πρόωρων εθνικών εκλογών.
«Το 2011 δεν μπορεί να είναι επανάληψη του 2010», λέει υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών. «Φέτος η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν μια σχετικά εύκολη υπόθεση, καθώς βασίστηκε κυρίως στην οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων. Αυτό δεν επαναλαμβάνεται. Επίσης, τα περιθώρια περικοπών καταναλωτικών δαπανών έχουν εξαντληθεί. Σε ό, τι αφορά τα έσοδα, δεν μπορούν ούτε πρέπει να γίνουν άλλες αυξήσεις φόρων, ενώ λόγω της ύφεσης η φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας συρρικνώνεται. Απομένει η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, αλλά ακόμη κι αν τα έσοδα από αυτήν την πηγή εκτοξευθούν, και πάλι δεν είναι αρκετά για τη διατηρήσιμη μείωση του ελλείμματος το 2011 και τα επόμενα χρόνια. Εκ των πραγμάτων τίθεται το θέμα μιας στρατηγικής προσέγγισης του δημόσιου τομέα, όχι τόσο της κεντρικής διοίκησης, αλλά των δημόσιων φορέων», λέει.
Υπό την έννοια αυτή, οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα στα μέσα Νοεμβρίου θα είναι «η μητέρα όλων των μαχών». Το αποτέλεσμά της θα εξαρτηθεί από το εάν η κυβέρνηση κατέλθει σε αυτή τη μάχη με δική της πρόταση ως προς το εύρος και το χρονοδιάγραμμα της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα ή εάν οχυρωθεί στη γραμμή «μετατάξεις και όχι απολύσεις» έως ότου υποχρεωθεί να αποδεχθεί αργότερα στη διάρκεια του έτους και σε κάθε περίπτωση υπό δυσμενέστερους όρους, τις θεραπείες-σοκ των αγορών και της τρόικας.
«Δεν μπορεί να ζητάει η υπουργός Παιδείας πόρους για ενισχυτική διδασκαλία και να μην υπάρχουν και την ίδια στιγμή να χρηματοδοτούνται τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ χωρίς πραγματικό λόγο ύπαρξης. Πρέπει να αποφασίσουμε πόσα πανεπιστήμια, πόσα νοσοκομεία, πόσους από τους εκατοντάδες δημόσιους φορείς χρειαζόμαστε. Η περικοπή μερικών εκατομμυρίων ευρώ από τον ένα ή τον άλλο κωδικό του προϋπολογισμού δεν επαρκεί για να είναι διατηρήσιμη η δημοσιονομική προσαρμογή, όχι μόνο το 2011 ή στα χρόνια του Μνημονίου, αλλά και μετά», υποστηρίζει κορυφαίος παράγοντας του οικονομικού επιτελείου. Αποδέκτες αυτού του προβληματισμού έχουν γίνει και άλλοι υπουργοί, καθώς μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί μόνο απ’ όλη την κυβέρνηση και να έχει τη σφραγίδα του πρωθυπουργού.
Χωρίς σχέδιο
Το ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Η στάση των υπουργείων στις διαπραγματεύσεις με το οικονομικό επιτελείο για τον νέο προϋπολογισμό δεν μαρτυρούν κάτι τέτοιο. Οι περισσότεροι υπουργοί προσήλθαν με αιτήματα για αύξηση των πιστώσεών τους και σχεδόν κανένας δεν είχε επεξεργασμένο σχέδιο περιστολής δαπανών, με εξαίρεση ίσως τον κ. Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος επιδεικνύει και στο Υγείας τον «βολονταρισμό» που επέδειξε και στο Εργασίας με τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος. Το Γενικό Λογιστήριο τους παρουσίασε τα πρώτα αποτελέσματα -ημιτελών ακόμη- μελετών που διενήργησαν ελεγκτικές εταιρείες (KPMG, Delloitte κ. λπ.) στα υπουργεία, σύμφωνα με τα οποία υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια περιστολής λειτουργικών δαπανών.
Για το 2011 θα χρειαστούν επιπλέον 2 δισ. ευρώ
Το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι για το 2011 θα χρειαστούν επιπλέον μέτρα της τάξης των 2 δισ. ευρώ προκειμένου να καλυφθεί η επίπτωση από την αναθεώρηση του ελλείμματος του 2009 και το χαμηλότερο του αρχικώς προβλεπόμενου ΑΕΠ. Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι το έλλειμμα του 2009 διαμορφώθηκε τελικά στο 15,4% του ΑΕΠ (απομένει να το εγκρίνει και η Eurostat). Επίσης, το έλλειμμα 2010 εκτιμάται ότι θα κλείσει στο 8,8% του ΑΕΠ σε 20,3 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι το ονομαστικό ΑΕΠ υπολογίζεται πλέον στα 231 δισ. ευρώ αντί των 236,1 δισ. που προέβλεπε το προσχέδιο του προϋπολογισμού. Με άλλα λόγια, το έλλειμμα του 2010, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του υπ. Οικονομικών, θα υπερβαίνει τον στόχο που έχει τεθεί στο Μνημόνιο κατά 1,8 δισ. ευρώ ή κατά 0,8% του ΑΕΠ. Η υπέρβαση αποδίδεται αποκλειστικά στην αναθεώρηση των στατιστικών στοιχείων του 2009. Ωστόσο, η τρόικα εκτιμά ότι τα επιπλέον μέτρα που απαιτούνται είναι της τάξης των 4 δισ. ευρώ, κυρίως γιατί θεωρεί πως η απόδοση των μέτρων που προβλέπει ήδη το Μνημόνιο είναι επισφαλής. Στις διαπραγματεύσεις που ουσιαστικά θα ξεκινήσουν από αύριο και θα κορυφωθούν την ερχόμενη εβδομάδα, το υπουργείο Οικονομικών αντιτείνει ότι αυτές οι εκτιμήσεις είναι υπερβολικές και ότι τα μέτρα του Μνημονίου μαζί με κάποιες ακόμη παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών επαρκούν για να επιτευχθεί ο βραχυπρόθεσμος στόχος για έλλειμμα 17 δισ. ευρώ το 2011.