ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΣΟΥΦΛΕΡΗ
Σε όλη την Ευρώπη εντείνονται οι προσπάθειες για την εξοικονόμηση δαπανών στον χώρο της Υγείας και ειδικότερα του φαρμάκου. Ανάμεσα στα μέτρα που έλαβε η χώρα μας είναι η καθιέρωση της λίστας φαρμάκου ώστε να περιοριστεί η συνταγογράφηση μέσω των ασφαλιστικών ταμείων των πιο ακριβών φαρμάκων όταν κυκλοφορούν – για την ίδια πάθηση- φθηνότερα.
Βάλτε για λίγο τον εαυτό σας στη θέση των ανθρώπων που καλούνται να καθορίσουν τις λίστες των φαρμάκων. Ας πούμε λοιπόν ότι για μια δεδομένη πάθηση έχετε να αποφασίσετε μεταξύ δύο φαρμάκων, Α και Β. Το Α προσφέρει μέσο χρόνο επιβίωσης πέντε έτη και το Β επτά. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η τάση σας θα ήταν να επιλέξετε το Β. Και ίσως να εμμένατε στην αρχική επιλογή, ακόμη και αν σας πληροφορούσαμε ότι η ποιότητα ζωής των ασθενών ήταν πολύ καλύτερη με το φάρμακο Α (της τάξεως του 90%) σε σχέση με το Β (55%).
Τι θα λέγατε όμως αν μαθαίνατε επίσης ότι το συνολικό κόστος θεραπείας με το Α είναι 10.000 ευρώ ενώ με το Β 15.000; Και ακόμη ότι με τον διαθέσιμο προϋπολογισμό του 1 εκατ. ευρώ ενός νοσηλευτικού ιδρύματος με το Α φάρμακο θα θεραπεύαμε 100 ασθενείς ενώ με το Β 67 ασθενείς;
Το παραπάνω παράδειγμα δείχνει ξεκάθαρα ότι η κατάρτιση της λίστας φαρμάκων είναι ένα έργο επίπονο που απαιτεί σολομώντειες λύσεις. Και επειδή τελικά όλα ανάγονται στον προϋπολογισμό μας, ζητήσαμε τα φώτα του κ. Ν.Μανιαδάκη, καθηγητή Οργάνωσης και Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας
– Είναι η αύξηση των δαπανών για τα φάρμακα διεθνές ή εγχώριο φαινόμενο;
«Η φαρμακευτική δαπάνη αυξάνεται συνεχώς στις περισσότερες χώρες και μάλιστα με ρυθμούς μεγαλύτερους από εκείνους του ΑΕΠ αλλά και των συνολικών δαπανών Υγείας. Χαρακτηριστικά, στις χώρες του ΟΟΣΑ η δαπάνη προσεγγίζει πλέον συνολικά τα 700 δισ. δολάρια και αφορά στις περισσότερες χώρες 15%-20% των δαπανών για την Υγεία. Ωστόσο, ειδικά στην Ελλάδα, η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης έχει υποσκελίσει τις παγκόσμιες τάσεις. Ενώ στις περισσότερες χώρες κατά την τελευταία 15ετία η φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε ετησίως 4%-7% στη χώρα μας παρατηρήθηκε μια ετήσια αύξηση της τάξεως του 15%-20%. Ετσι, παρά τις ατέλειες και στον τομέα αυτόν, τα στατιστικά μας στοιχεία δείχνουν ότι η φαρμακευτική δαπάνη ανήλθε άνω του 20% των συνολικών δαπανών για την Υγεία και άνω του 2% του ΑΕΠ της χώρας μας, από τα μεγαλύτερα ποσοστά παγκοσμίως. Παρ΄ ότι οι τιμές των φαρμάκων είναι συγκριτικά χαμηλές, έχουμε την τρίτη υψηλότερη κατά κεφαλήν δαπάνη φαρμάκου στον ΟΟΣΑ και την πρώτη στην Ευρώπη».
– Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η φαρμακευτική δαπάνη σε μια χώρα;
«Πέρα από το ΑΕΠ μιας χώρας και το επιδημιολογικό προφίλ του πληθυσμού της, οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν τη συνολική φαρμακευτική δαπάνη είναι: α) το ύψος των τιμών, β) το ποσοστό αποζημίωσης από την κοινωνική ασφάλιση και συμμετοχής των ασθενών και γ) το μείγμα και οι ποσότητες που καταναλώνονται».
– Τι γίνεται με τις τιμές των φαρμάκων διεθνώς;
«Ελάχιστες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Αγγλία, αφήνουν ελεύθερη την τιμή προκειμένου να υποστηρίξουν τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών φαρμακευτικών τους επιχειρήσεων. Στις υπόλοιπες χώρες γίνονται επίπονες διαπραγματεύσεις ώστε να συμφωνηθεί μια τιμή που αντανακλά τη συγκριτική ποιότητα και την καινοτομία κάθε σκευάσματος. Στη διαδικασία αυτή αξιολογούνται χαρακτηριστικά του φαρμάκου, όπως η κλινική του αποτελεσματικότητα, η επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς, η ασθένεια που αντιμετωπίζεται, η κατηγορία των ασθενών (π.χ. παιδιά), οι ευρύτερες επιπτώσεις στο Σύστημα Υγείας (π.χ. μπορεί ένα καινοτόμο φάρμακο να είναι ακριβό αλλά να εξασφαλίζει λιγότερες ημέρες νοσηλείας, πράγμα που το καθιστά φθηνότερο από άλλα) και συνολικά η σχέση κόστους- οφέλους. Επίσης πολλές χώρες συνυπολογίζουν για τον καθορισμό της εγχώριας τιμής και τις τιμές του φαρμάκου σε άλλες γειτονικές (reference pricing). Η Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι χώρα αναφοράς για 15 χώρες, από τη Σαουδική Αραβία ως τη Φινλανδία, τη Βραζιλία και την Κίνα. Οταν υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις στις τιμές συγκεκριμένου φαρμάκου, δίδεται κίνητρο για εξαγωγή του από τη χώρα με τη χαμηλότερη τιμή προς εκείνη με την υψηλότερη. Αυτό ωφελεί κυρίως τον χονδρέμπορο και το Σύστημα Υγείας (Ταμεία, νοσοκομεία, ασθενείς) της χώρας υποδοχής, ενώ ζημιώνει τη φαρμακευτική εταιρεία και σε πολλές περιπτώσεις δημιουργεί ελλείψεις φαρμάκων στη χώρα με τη χαμηλότερη τιμή».
– Ποιον δρόμο ακολουθεί η χώρα μας ως προς την τιμολόγηση;
«Υστερα από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις ώστε να αλλαχθεί το σύστημα που προέβλεπε τη χαμηλότερη τιμή στην Ευρώπη, για το οποίο καταδικάστηκε η χώρα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, καταλήξαμε στο σημερινό σύστημα όπου η τιμή προκύπτει ως μέσος όρος των τριών χαμηλότερων τιμών των χωρών που διαθέτουν αξιόπιστα στοιχεία. Με το σύστημα αυτό ουσιαστικά καθορίζουν τις τιμές μας τρίτες χώρες, ωστόσο είναι αντικειμενικό στην εφαρμογή, αν και υπάρχουν προκλήσεις σε πρακτικό επίπεδο».
– Για πολλούς η μείωση ακούγεται θετική…
«Παρά τις ανεπάρκειες του παρελθόντος, διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι οι τιμές των φαρμάκων στην Ελλάδα είναι συγκριτικά χαμηλές και σε ορθή αναλογία με το ΑΕΠ μας. Ωστόσο η μείωσή τους είναι πλέον επιβεβλημένη, δεδομένης της αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης και της δημοσιοοικονομικής κατάστασης της χώρας. Ωστόσο η μείωση πρέπει να προέλθει από την εφαρμογή του θεσμοθετημένου μηχανισμού και όχι από αυθαίρετες αποφάσεις. Κατ΄ αρχάς με την εφαρμογή του θεσμοθετημένου μηχανισμού σε πολλά φάρμακα η τιμή θα έπρεπε να μειωθεί άνω του 27% και στο πλαίσιο αυτό υπάρχει διακριτική μεταχείριση. Επίσης σε αρκετές περιπτώσεις η τιμή στην Ελλάδα είναι πλέον μακράν η χαμηλότερη της Ευρώπης, γεγονός που δίνει ισχυρά κίνητρα για εξαγωγές, ενώ εμμέσως μειώνει τις τιμές άλλων χωρών, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ελλείψεις ή αποσύρσεις φαρμάκων, κάτι που ενδεχομένως να οδηγήσει σε αύξηση της δαπάνης εφόσον αποσυρθούν φθηνά φάρμακα. Εκτιμώ ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εκδώσει άμεσα νέο δελτίο τιμών, στο οποίο η τιμή να καθορίζεται αρχικά με βάση τον μέσον όρο των τριών χαμηλότερων τιμών της ευρωζώνης και στη συνέχεια να επεκταθεί προσεκτικά στις υπόλοιπες χώρες, εκδίδοντας ταυτόχρονα νέα δελτία».
– Πώς διαχειρίζονται στο εξωτερικό το θέμα της αποζημίωσης από την κοινωνική ασφάλιση και τη συμμετοχή των ασθενών;
«Σε ορισμένες χώρες τα φάρμακα που δεν αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία εντάσσονται σε μια αρνητική λίστα. Στις περισσότερες ωστόσο ισχύει ότι εκείνα που αποζημιώνονται εντάσσονται σε μια θετική λίστα. Το ποσοστό ή η τιμή αποζημίωσης καθορίζεται με βάση κριτήρια αντίστοιχα με αυτά που προαναφέραμε για τον καθορισμό της τιμής. Συχνά καθορίζεται μια μέση τιμή αποζημίωσης που αφορά όλα τα φάρμακα σε μια ομοειδή θεραπευτική ομάδα η οποία δύναται να περιέχει και γενόσημα, γεγονός που μειώνει την τιμή αποζημίωσης. Οσο για τη συμμετοχή των ασθενών, αυτή αφενός συμβάλλει στο να μην υπερκαταναλώνονται φάρμακα, αφετέρου στο να μετακινηθεί μέρος του βάρους στους πολίτες, και το ποσοστό της καθορίζεται με βάση τη σοβαρότητα και την επίπτωση που έχει η πάθηση στη ζωή των ασθενών (άλλη αντιμετώπιση έχει ένας ασθενής με καρκίνο και άλλη ένας με κοινό κρυολόγημα). Επίσης άλλη συμμετοχή έχει ένας εύπορος και άλλη ένας οικονομικά αδύναμος».
– Ποια είναι η άποψή σας για τη νέα λίστα που θεσμοθετήθηκε προσφάτως;
«Η θεσμοθέτηση της νέας λίστας είναι ένα θετικό βήμα. Κατ΄ αρχάς θέτει μια κοινή τιμή αποζημίωσης για θεραπευτικά ομοειδή φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των γενοσήμων, και εξασφαλίζει έτσι εκπτώσεις στο Δημόσιο που είναι μεγάλος πελάτης. Επιπλέον εμπεριέχει μηχανισμούς ανταμοιβής της καινοτομίας, ώστε όλα τα φάρμακα να μην μπαίνουν στο ίδιο σακί. Ωστόσο υπάρχουν ακόμη πάρα πολλά σημεία που χρήζουν αποσαφήνισης, βελτίωσης και ειδικότερα απλοποίησης».
– Τα ποσοστά συμμετοχής των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη;
«Στη χώρα μας η συμμετοχή των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη είναι από τις χαμηλότερες στις χώρες του ΟΟΣΑ. Χώρες πολύ πλουσιότερες από εμάς, όπως η Γαλλία, η Γερμανία ή η Αγγλία, έχουν πολύ υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής των ασθενών».
soufleri@tovima.gr