ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ Το στρες “τρώει” τους εργαζόμενους

Υψηλά επίπεδα στρες, που σχετίζονται με την εργασία του, έχει το 72,5% των εργαζομένων στα ελληνικά νοσοκομεία.

 

Σε ποσοστό 83% τα μέλη του τεχνικού προσωπικού, σε ποσοστό 80,4% του νοσηλευτικού και σε ποσοστό 52,4% του βοηθητικού προσωπικού δηλώνουν πολύ αγχωμένα.
Ποσοστό 43,9%, εξάλλου, των εργαζομένων στα ελληνικά νοσοκομεία αναφέρει ότι αισθάνεται ψυχολογική καταπόνηση, το 37,2% ότι βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση χρόνου και το 34,2% ότι παρουσιάζει σωματική κόπωση. Όσον αφορά τους εργασιακούς παράγοντες, αρνητική επίδραση ασκούν ο κακός εξαερισμός, η ακαταστασία του χώρου, οι επικίνδυνες εργασιακές συνθήκες και ο εξοπλισμός, καθώς και ο περιορισμένος εργασιακός χώρος, ο θόρυβος και η ακατάλληλη θερμοκρασία.
Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται σε έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 345 εργαζόμενοι από έξι ελληνικά νοσοκομεία, η οποία θα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια του 17ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας, που θα πραγματοποιηθεί από 6-8 Μαΐου στην Κρήτη.
Στο ίδιο συνέδριο θα παρουσιαστεί και άλλη μία έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού (1.005 άτομα) και αφορά τις μεγάλες ανισότητες στην πρόσβαση και στη χρήση των υπηρεσιών υγείας. Όπως προκύπτει, τα άτομα που ανήκουν στην υψηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη δηλώνουν ότι διαθέτουν οικογενειακό γιατρό σε ποσοστό 68,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη χαμηλότερη τάξη είναι μόλις 48%. Η πιθανότητα επίσκεψης σε επαγγελματία της υγείας είναι 51% μικρότερη για τους κατοίκους των αγροτικών σε σχέση με τους κατοίκους των αστικών περιοχών, ενώ η πιθανότητα προσφυγής σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας είναι 42% μικρότερη στο χαμηλότερο σε σύγκριση με το υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.
Επιπλέον, διαφορές παρουσιάζονται ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό και τους μετανάστες. Έρευνα σε 961 γυναίκες που γέννησαν σε ελληνικό μαιευτήριο έδειξε ότι σε σύγκριση με τις μετανάστριες οι ελληνίδες μητέρες εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά λοιμώξεων από ηπατίτιδα Β (1% έναντι 7,2%), ηπατίτιδα C (0% έναντι 0,9%) και HIV (0% έναντι 0,5%). Ωστόσο, δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στο ποσοστό των γυναικών που υποβάλλονται σε καισαρική τομή (43,1% έναντι 39,4%).