Μέσω των νέων φαρμάκων, που σε μεγάλο βαθμό υποκαθιστούν παλαιότερα και συνήθως φθηνότερα σκευάσματα, επιχειρεί για μια ακόμη φορά το υπουργείο Ανάπτυξης να ικανοποιήσει τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών, επιβαρύνοντας έτσι τόσο τους πολίτες όσο, φυσικά, και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Επιπλέον, με το νέο δελτίο τιμών (θα εκδοθεί το απόγευμα της Παρασκευής, ώστε να ισχύσει από τη Δευτέρα) ικανοποιούνται τα περισσότερα από τα αιτήματα των φαρμακοβιομηχανιών για ανατιμήσεις που δεν είχαν ανατιμηθεί με το προηγούμενο δελτίο τιμών, όπως αναμενόταν τότε.
Σε τρεις μήνες δε θα εκδοθεί νέο δελτίο, όπως προβλέπει η κείμενη νομοθεσία. Της Δήμητρας ΜΑΝΙΦΑΒΑ Ειδικότερα, το νέο δελτίο τιμών περιλαμβάνει 131 νέα πρωτότυπα φάρμακα, εκ των οποίων τελείως καινούργια είναι μόνο τα 15 (με νέες δραστικές ουσίες δηλαδή, που κυκλοφορούν για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά), ενώ καταργούνται 9 φάρμακα.
Υπενθυμίζεται ότι με το δελτίο του Νοεμβρίου είχαν δοθεί τιμές σε 720 νέα σκευάσματα (153 νέα πρωτότυπα και 567 νέα αντίγραφα), ενώ με το δελτίο του Απριλίου του 2006 είχαν δοθεί τιμές σε άλλα 1.243 “νέα” φάρμακα. Με το νέο δελτίο τιμών επέρχονται αυξήσεις σε 523 συνολικά σκευάσματα και μειώσεις σε 266 σκευάσματα. Υπενθυμίζεται ότι εν όψει του πρώτου βάσει της νέας νομοθεσίας δελτίου τιμών (εκδόθηκε τον περασμένο Νοέμβριο) είχαν υποβληθεί στο υπουργείο Ανάπτυξης 800 αιτήματα για ανατιμήσεις και τότε ικανοποιήθηκαν μόλις τα 185.
Βεβαίως, χθες, που τα φώτα της δημοσιότητας δεν ήταν τόσο έντονα όσο την πρώτη φορά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε αυξήσεις σε πολύ περισσότερα σκευάσματα.
Πιο συγκεκριμένα, δίνονται αυξήσεις: -Σε 255 φάρμακα εκ των οποίων τα 149 πρόκειται για σκευάσματα που κυκλοφόρησαν το 1998 και των οποίων οι τιμές μεταβλήθηκαν μετά το 1998. Τα 84 είναι φάρμακα που κυκλοφόρησαν μετά το 1998, τα 15 είναι υπόθετα και μικροκλύσματα και τα 3 είναι σκευάσματα στρεπτομυκίνης στα οποία δόθηκαν αυξήσεις με βάση τη λογική της ενιαίας τιμής τους.
Επιπλέον, σε 4 φάρμακα δίνονται αυξήσεις, διότι υπάρχουν σχετικές τελεσίδικες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η συνολική επιβάρυνση από τις παραπάνω αυξήσεις υπολογίζεται σε 46.156.415 ευρώ. -Σε 236 φάρμακα βάσει της ανακοστολόγησης που ορίζει η νομοθεσία.
Επειδή, βάσει της ίδιας διαδικασίας μειώνονται και 266 φάρμακα, προκύπτει τελικά ωφέλεια ύψους 85.665.723 ευρώ. -Σε 22 παυσίπονα αύξηση 25% βάσει της ενιαίας τιμής για τα σκευάσματα ίδιας μορφής και περιεκτικότητας. Η επιβάρυνση υπολογίζεται σε 314.730 ευρώ. -Σε 4 αντιγριπικά εμβόλια αύξηση 1 ευρώ κι έτσι η τιμή τους αυξάνεται από 3,5 σε 4,5 ευρώ.
Ως αιτιολογία προβάλλεται η εξασφάλιση επάρκειας για την κάλυψη εσωτερικων αναγκών. Η επιβάρυνση υπολογίζεται σε 1.628.845 ευρώ. -Σε 2 εμβόλια ηπατίδιδας. Η επιβάρυνση υπολογίζεται σε 21.649 ευρώ. Επιβάρυνση, ύψους 813.476 ευρώ, προκύπτει και από τις ευθυγραμμίσεις τιμών σε 58 αντίγραφα φάρμακα στο 80% του πρωτοτύπου, ώστε να είναι απόλυτα συμβατές με το νέο καθεστώς τιμολόγησης.
Επιπλέον, θα υπάρξει επιβάρυνση (για τις νοοσοκομειακές τιμές) ύψους 5,2 εκατ. ευρώ καθώς αυξάνονται κατά 20% οι τιμές σε 285 ορούς. Ακόμη το ΥΠΑΝ έδωσε αύξηση σε 4 σκευάσματα των οποίων η παραγωγή είχε σταματήσει λόγω χαμηλής τιμής και αναγκαστικά τα εισήγαγε το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) σε πολύ υψηλές τιμές. Επομένως, στην ουσία προκύπτει ωφέλεια 655.000 ευρώ.
Μεταξύ των φαρμάκων που αυξάνονται είναι κάποια που κυκλοφορούν ευρέως και χορηγούνται για αρκετές παθήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Lexotanil (από 3,59 ευρώ σε 4,31 ευρώ), το Tavor (από 1,54 ευρώ σε 1,45 ευρώ) και το Lonarid (από 1,38 ευρώ σε 1,66 ευρώ), αυξήσεις δηλαδή 20%. Εντυπωσιακά, εξάλλου, παραμένουν τα στοιχεία σε ό,τι αφορά την κατανάλωση φαρμάκων στη χώρα, όπου το φαινόμενο της πολυφαρμακίας καλά κρατεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ) η κατανάλωση φαρμάκων (σε αξία) το 2006 ανήλθε σε 6,168 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 11,18% σε σχέση με το 2005.
Για δημιουργική λογιστική καταγγέλλει την κυβέρνηση ο Γιάννης Τόλιος, μέλος της ΠΓ του ΣΥΝ, υπεύθυνος για θέματα Υγείας. “Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι χρειάζεται ριζική στροφή στην ασκούμενη φαρμακευτική πολιτική με κύριους φορείς τον ΕΟΦ και ΙΦΕΤ και με στόχο την εξασφάλιση των αναγκαίων φαρμάκων σε χαμηλές τιμές σε όσους έχουν ανάγκη και ιδιαίτερα στους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους”, καταλήγει.