Οι επικίνδυνες “μεταρρυθμίσεις”

Αποκαλυπτική ήταν η εμφάνιση του υπουργού Οικονομίας Γ. Παπαθανασίου στη χθεσινή ημερίδα της ΟΚΕ για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην απασχόληση.

Ο κ. Παπαθανασίου έκανε λόγο για την ανάγκη να υπάρξουν “μεταρρυθμίσεις” στην αγορά εργασίας για ένα “αποτελεσματικότερο και σύγχρονο καθεστώς”, το οποίο μάλιστα συνέδεσε με την ανάγκη για “ακόμη περισσότερες μεταρρυθμίσεις” στην εκπαίδευση, που, κατά τη γνώμη του, πρέπει να ξεφύγει “από τη λογική της στείρας άρνησης των κατεστημένων συμφερόντων και της μίζερης στασιμότητας”.

Πίσω από τη ριζοσπαστική φρασεολογία του κ. Παπαθανασίου μπορεί κανείς να διακρίνει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, που έχει διατυπωθεί και στα κείμενα της Ε.Ε. Οι παγκόσμιοι οικονομικοί οργανισμοί πιέζουν ώστε η εκπαίδευση να μετατραπεί σε διαδικασία κατάρτισης, που θα παράγει απόφοιτους με υποβαθμισμένους τίτλους σπουδών, έτοιμους να ενταχθούν ως ανασφάλιστοι στην αγορά εργασίας, που με τη σειρά της θα γίνει ευλύγιστη, δηλαδή με ολοένα και λιγότερα δικαιώματα για τους “απασχολήσιμους” νέους.

Πρόκειται για το μοντέλο που υποβαθμίζει τη μόρφωση σε εμπόρευμα και την εκπαίδευση σε τεχνική κατάρτιση στο όνομα δήθεν της επαγγελματικής ένταξης. Με τον τρόπο αυτόν όμως δεν αντιμετωπίζονται τα αίτια της κρίσης που μαστίζει την εκπαίδευση, αλλά εσωτερικεύονται βαθύτερα.

Το πρόβλημα της ανεργίας δεν δημιουργείται επειδή μορφώνονται οι άνθρωποι. Είναι διαρθρωτικό οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα. Η μόρφωση έχει αυταξία. Δεν είναι αποδεκτό να αντιμετωπίζεται, και μάλιστα από το επίπεδο της υποχρεωτικής γενικής εκπαίδευσης, ως όχημα χρησιμοθηρίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εξαγγελίες Παπαθανασίου αντιμετωπίστηκαν χωρίς σχόλια από την παριστάμενη στην ημερίδα της ΟΚΕ, εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ, Λ. Κατσέλη. Το ΠΑΣΟΚ είναι υπεύθυνο για το υφιστάμενο πλέγμα “ευλυγισίας” της αγοράς εργασίας, με τις συμβάσεις χωρίς δικαιώματα. Ο Γ. Παπανδρέου έχει εισηγηθεί την ανασφάλιστη εργασία των νέων και έχει υποστηρίξει την ιδιωτικοποίηση ακόμη και της ανώτατης εκπαίδευσης. Για άλλη μια φορά, ο ένας εταίρος του δικομματισμού στρώνει το έδαφος στον άλλον.