Της Θεοδωρας Λιακοπουλου / dliakopoulou@kathimerini.gr
Οι ιατροί περισσεύουν, αλλά το νοσηλευτικό προσωπικό είναι λιγότερο σε σχέση με τον πληθυσμό της Ελλάδος, διαπιστώνει έκθεση του ΟΟΣΑ που δημοσιοποιήθηκε χθες και αφορά τα οικονομικά της υγείας του 2007. Κατά την περίοδο, αυξήθηκε κατακόρυφα η διαθεσιμότητα σε διαγνωστικά μηχανήματα, ενώ οι δαπάνες για την υγεία ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τον μέσο όρο που παρουσιάζουν οι χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.
O αριθμός των ιατρών αυξάνεται ταχύτατα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοιχούν 5,4 εν ενεργεία ιατροί ανά 1.000 κατοίκους, όταν στις χώρες του ΟΟΣΑ αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 3,1 ιατροί ανά 1.000 κατοίκους. Για την ίδια πληθυσμιακή μάζα στην Ελλάδα, αντιστοιχούν 3,2 νοσοκόμοι έναντι 9,6 που είναι στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ.
Επίσης, παρατηρείται ταχεία αύξηση στον αριθμό διαγνωστικών μηχανημάτων σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, η οποία μάλιστα βρίσκεται πολύ πάνω του μέσου όρου. Αντιστοιχούν 25,8 αξονικοί τομογράφοι ανά 1.000.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος στις άλλες χώρες είναι 20,2, ενώ για την ίδια πληθυσμιακή μάζα αντιστοιχούν 13,2 μαγνητικοί τομογράφοι (στην Ελλάδα) αντί του 11, που είναι ο μέσος όρος χωρών του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το 2007 η συνολική δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 9,6% του ΑΕΠ και είναι ελαφρώς υψηλότερη από τον μέσο όρο του 8,9% που παρουσιάζουν οι χώρες του ΟΟΣΑ. Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα καταλαμβάνει την ενδέκατη θέση.
Στο διάστημα 2000-2007, η κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία παρουσίασε ετήσια αύξηση 6,8%, ποσοστό που είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ο δημόσιος τομέας παραμένει ο κύριος φορέας υγείας στις περισσότερες χώρες, εκτός από το Μεξικό και τις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, αυτός αποτελεί το 60,3% αντί του 72,8% που είναι ο μέσος όρος.
Οι περισσότερες χώρες παρουσιάζουν αύξηση του προσδόκιμου ζωής λόγω των βελτιωμένων συνθηκών διαβίωσης και της προόδου της ιατρικής επιστήμης και τεχνολογίας. Μάλιστα, το 2007, ο Ελληνας παρουσίασε προσδόκιμο ζωής τα 79,5 έτη, όταν στις περισσότερες χώρες είναι τα 79. Ομως, σε χώρες όπως οι Ιαπωνία, Ελβετία, Αυστραλία, Ισλανδία και Ιταλία, το όριο αυξάνεται στα 81 έτη.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, έχει περιοριστεί σημαντικά η παιδική θνησιμότητα και στην Ελλάδα αντιστοιχούν 3,6 θάνατοι σε 1.000 γεννήσεις αντί του 4,9, που είναι ο μέσος όρος στις περισσότερες χώρες. Τα χαμηλότερα ποσοστά στην παιδική θνησιμότητα σημειώνονται στην Ιαπωνία, το Λουξεμβούργο, τη Σουηδία, την Ισλανδία και τη Φινλανδία.
Σχεδόν διπλάσιοι, όμως, είναι οι καπνιστές στη χώρα μας (σε ποσοστό 40%, αντί του 23,3% που είναι στις άλλες χώρες).