Το βρετανικο opt-out και πώς επιχειρείται η εξαγωγή του στην Ευρωπαϊκή Ενωση
Της Χριστινας Κοψινη
Η συνεδρίαση του Συμβουλίου υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών
Υποθέσεων στο Λουξεμβούργο ήταν ακόμη σε εξέλιξη, όταν στο βραδυνό
δελτίο ειδήσεων του BBC την περασμένη Δευτέρα, το ρεπορτάζ προεξοφλούσε
την επιτυχή, για τις βρετανικές θέσεις, έκβασή του αναφορικά με την
αναθεώρηση της υφιστάμενης Οδηγίας για τον χρόνο εργασίας.
Η
Βρετανία που από το 2005, όταν επανήλθε προς συζήτηση η τροποποίηση της
Οδηγίας 2003/88 για το χρόνο εργασίας, αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να
αναγκαστεί σε κατάργηση του αποκαλούμενου opt-out μέσα στα επόμενα τρία
χρόνια, όχι μόνο δεν χρειάζεται να αυτοπεριορίσει τις πρακτικές της
στην αγορά εργασίας, αλλά κατόρθωσε με τη σθεναρή υποστήριξη των νέων
κρατών να εξάγει και στην υπόλοιπη Ευρώπη ένα ακόμη εμπόρευμα.
Ο
λόγος αφορά στο opt-out που μεταφράζεται σε ρήτρα αυτοεξαίρεσης και
σημαίνει τη δυνατότητα διαφοροποίησης προς τα πάνω από το δεσμευτικό
πλαφόν των 48ωρων εβδομαδιαίας απασχόλησης. Ομως το πιο σημαντικό
στοιχείο στην πολιτική απόφαση του Συμβουλίου υπουργών στο Λουξεμβούργο
δεν είναι ούτε η κατάργηση του 48ωρου, ούτε η υποχρεωτική εφαρμογή του
60-65ωρου. Το σημαντικότερα σημεία της πολιτικής είναι τα εξής: Πρώτο,
με τη Οδηγία (εάν υπάρξει) θα δοθεί η δυνατότητα διαφοροποίησης από το
48ωρο σε όσα κράτη-μέλη το επιθυμούν… Επομένως ο χρόνος εργασίας
γίνεται ένα συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από το οποίο ουδεμία
χώρα θα τολμήσει, μεοσοπρόθεσμα, να απόσχει επικαλούμενη το κοινωνικό
ντάμπιγκ.
Υπο μία έννοια η δυνατότητα παράτασης του εβδομαδιαίου
χρόνου εργασίας λειτουργεί και στην Ελλάδα, αρχικά με τον νόμο
Γιαννίτση και στη συνέχεια με τον νόμο Παναγιωτόπουλου που δίδει τη
δυνατότητα αυξομείωσης του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας με επιστροφή
αυξημένο ρεπό ή άδεια… Η διαφορά με το opt-out είναι ότι προβλέπουν
κάποια μορφή συλλογικής συμφωνίας. Στην απόφαση του Συμβουλίου του
Λουξεμβούργου, το προβάδισμα στην αναδιοργάνωση του χρόνου εργασίας,
δίδεται στις ατομικές συμφωνίες και συμβάσεις εργαζόμενου – εργοδότη.
Κι αυτό το δεύτερο σημείο είναι το πιο σημαντικό. Δηλαδή ο χρόνος
εργασίας αρχίζει να αποτελεί καθαρά ατομική υπόθεση και πεδίο συμφωνίας
του εργοδότη και του εργαζόμενου. Συνεπώς πρόκειται για μια μεγάλη
στροφή στο ίδιο το εργατικό δίκαιο, αν και ακόμη δεν μπορεί να
προδικαστεί η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου.
Το opt-out θα κριθεί
μέσα στο φθινόπωρο, όταν κατασταλαχτούν οι συσχετισμοί στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο όπου θα υποβληθεί για δεύτερη ανάγνωση. Τότε θα
αποκρυσταλλωθεί η οριστική θέση των σοσιαλιστών (που παραμένουν
διασπασμένοι στο συγκεκριμένο θέμα) και των συντηρητικών. Πάντως σε
αυτήν τη φάση η αντίδραση των εκπροσώπων της σοσιαλιστικής πτέρυγας
ήταν αυτόματη. Ωστόσο δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι και σε
μία προηγούμενη, αρκετά αμφιλεγόμενη Οδηγία, την αποκαλούμενη και ως
Οδηγία Μπολκενστάιν, σε ό,τι αφορά τους Ελληνες της σοσιαλιστικής
ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας, καταψηφίστηκε μόνο από την ευρωβουλευτή
του ΠΑΣΟΚ, την κ. Μ. Ματσούκα, δύο ευρωβουλευτές απείχαν και ένας
ψήφισε υπέρ.
Αβέβαιη παραμένει και η στάση που θα κρατήσουν οι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας.
Αρχισαν οι πρώτοι πολιτικοί κλυδωνισμοί
Το
θέμα ήδη προκαλεί τους πρώτους κλυδωνισμούς και δεν λείπουν εκείνοι από
το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος που χαρακτηρίζουν «παράσταση άνευ
ουσιαστικής σημασίας» την κριτική που άσκησε η κ. Πετραλιά στους
υπουργούς ομολόγους της για το αδόκιμο πολιτικό μήνυμα που αποστέλλουν
στους Ευρωπαίους εργαζόμενους σε μια συγκυρία επιπτώσεων από τη
χρηματοπιστωτική και την επισιτιστική κρίση. Η κριτική προς την κ.
Πετραλιά, η οποία όντως διατύπωσε πολιτικό λόγο, αφορά την αποχώρησή
της πριν από την ολοκλήρωση της συνεδρίασης, αλλά και την αδυναμία να
διερευνηθεί η δυνατότητα διαμόρφωσης μιας συμμαχίας κρατών-μελών ικανών
σε ψήφους για να μπλοκάρουν τη λήψη απόφασης όπως είχε γίνει επί
υπουργίας Τσιτουρίδη.
Σε αυτή την κριτική μπορεί να αντιτείνει
κανείς και τη διαφορετική συγκυρία που ανάγκασαν τότε Γαλλία και Ιταλία
να αντιταχθούν σθεναρά το 2006 στην ανοικτή ανοχή προς το opt-out
συμμαχώντας με την Ελλάδα και με μικρότερες χώρες. Επίσης, δεν πρέπει
να διαφεύγει της προσοχής ότι το 2006 οι προβλέψεις για την ανάπτυξη
της ευρωπαϊκής οικονομίας ήταν ακόμη σχετικά αισιόδοξες και η κρίση των
subprime στεγαστικών δανείων δεν είχε βρει θέση στο λεξιλόγιο των
αναλυτών.