Από το 1920 έως το 1933 στις Ηνωμένες Πολιτείες, κηρύχθηκε παράνομη η παρασκευή και πώληση αλκοολούχων ποτών.
Με την έναρξη της Ποταπαγόρευσης, η μαύρη αγορά αλκοόλ έκανε την εμφάνιση της και οι οργανωμένες συμμορίες άρχισαν να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια παράνομα αποστακτήρια και μπαρ, ενώ τα παράνομα σημεία πώλησης έφθασαν τις 30.000. Το αφεντικό της μαφίας του Σικάγου, Αλ Καπόνε, ισχυριζόταν ότι γι αυτόν η ποταπαγόρευση ήταν η χρυσή εποχή.
Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης και στις προεδρικές εκλογές του 1932 ο δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του την λήξη της ποτοαπαγόρευσης. Ένα χρόνο αργότερα η Ποτοαπαγόρευση καταργήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ.
Θυμηθήκαμε τα παραπάνω με αφορμή την απαγόρευση εισόδου των ανεμβολίαστων στα μπαρ και τα εστιατόρια και την ανθούσα βιομηχανία έκδοσης πλαστών πιστοποιητικών έναντι αδρού τιμήματος.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, αντί να ξεκινήσει έγκαιρα καμπάνια πειθούς- όπως έκανε η Μεσογειακή Πορτογαλία, ξεκίνησε μία φάμπρικα απαγορεύσεων, οι οποίες αποτελούν θερμοκήπιο για να ευδοκιμήσουν φαινόμενα παραβατικότητας που αποφέρουν εκατομμύρια ευρώ στη μαφία του διαδικτύου.
Το χειρότερο όμως είναι η αντίληψη των κυβερνητικών παραγόντων πως ο εμβολιασμός αποτελεί τον μοναδικό τρόπο ανάσχεσης της πανδημίας, ενώ οι λοιμοξιολόγοι επιμένουν πως πρέπει να συνδυάζεται απαραίτητα με αυστηρά μέτρα προφύλαξης, όπως η αραίωση των μαθητών στις τάξεις, η διάθεση περισσότερων μέσων μαζικής μεταφοράς και η αποφυγή συνωστισμού.
Απεναντίας, η κυβέρνηση χαλαρώνει όλο και περισσότερο τα μέτρα προφύλαξης, ενώ κάποιοι ελαφρόμυαλοι ισχυρίζονται πως τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι χαρούμενα, γεμάτα ρεβεγιόν και παρόμοια με εκείνα του 2017..