Με το σύστημα αμοιβών που ισχύει στο «Εκλογοδικείο» θα πρέπει να αμείβονται όλα τα μέλη και όχι μόνο τα τακτικά και μάλιστα αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του «Μισθοδικείου»
«Πράσινο φως» για αυξήσεις αλλά και αναδρομικά στις πρόσθετες αποδοχές που παίρνουν οι δικαστικοί λειτουργοί, οι καθηγητές ΑΕΙ και οι δικηγόροι, οι οποίοι μετέχουν στις συνεδριάσεις του «Μισθοδικείου», ανάβει δικαστική εισήγηση προς την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σύμφωνα με την εισήγηση, είναι αντισυνταγματική η υπουργική απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, οι οποίοι προέβλεψαν ότι από τον Μάιο 2008 και μετά θα πρέπει να αμείβονται μόνο τα τακτικά μέλη του «Μισθοδικείου» και μάλιστα με αποζημίωση 140 έως 150 ευρώ ανά συνεδρίαση.
Ωστόσο, ύστερα από προσφυγή μελών του «Μισθοδικείου», γίνεται από την εισήγηση δεκτή η θέση τους ότι η συγκεκριμένη αμοιβή είναι πολύ χαμηλή και θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί το αντίστοιχο σύστημα αμοιβών που ισχύει για τα μέλη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) – «Εκλογοδικείου», που προβλέπει ένα μηνιαίο επιμίσθιο ύψους 734 έως 880 ευρώ.
Οι αυξημένες αυτές πρόσθετες αμοιβές πρέπει να καταβληθούν όχι μόνο στα τακτικά μέλη (που κυμαίνονται από 9 έως 12 ανάλογα με τη σύνθεση), αλλά και στα αναπληρωματικά, δηλαδή σε περίπου 60 μέλη και μάλιστα αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του «Μισθοδικείου» (που ασχολείται με μισθολογικές και συνταξιοδοτικές διαφορές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών).
Ετσι αν η Ολομέλεια ΣτΕ υιοθετήσει τη δικαστική εισήγηση, αυτές οι πρόσθετες αμοιβές θα λάβουν τη μορφή μηνιαίου επιμισθίου και θα δοθούν αναδρομικά από το 2004 σε όλες τις συνθέσεις δικαστών, πανεπιστημιακών και δικηγόρων, που συμμετείχαν ανά διετία (περίπου 60 κάθε φορά), είτε ως τακτικά είτε ως αναπληρωματικά μέλη.
Στη δικαστική εισήγηση επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η οικονομική αμοιβή για τη δικαστική λειτουργία πρέπει να είναι επαρκής και ανάλογη προς την προσφερόμενη εργασία και όχι απλώς συμβολική. Τονίζεται δε ότι η άσκηση δικαστικών καθηκόντων είτε χωρίς καθόλου αμοιβή είτε με συμβολική απλώς αμοιβή, που βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία προς την παρεχόμενη εργασία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προάγει την ανεξαρτησία των δικαστών (που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και καθηγητές ΑΕΙ και δικηγόροι), ούτε ενισχύει τον σεβασμό των πολιτών προς τη δικαστική εξουσία, αλλά αντιθέτως οδηγεί σε απαξία του έργου τους και σε υποβάθμιση της δικαστικής λειτουργίας.
Επίσης κρίνεται ότι δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης από το σύστημα αμοιβών του ΑΕΔ, καθώς οι υποθέσεις που εξετάζουν οι δύο δικαστικοί σχηματισμοί είναι ανάλογης σπουδαιότητας.
Το Δημόσιο υποστήριξε ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να εκδώσει υπουργική απόφαση για τον καθορισμό αποζημίωσης, αλλά ο ισχυρισμός του απορρίπτεται, καθώς ο ίδιος ο Νόμος 3038/02 που θέσπισε το «Μισθοδικείο» προέβλεψε ότι σε σύντομο διάστημα θα καθορίζονταν και οι αμοιβές.
Ετσι κατά την εισήγηση, το Δημόσιο ήταν υποχρεωμένο να εκδώσει την υπουργική απόφαση και μάλιστα σύντομα και αυτή η υποχρέωση πήγαζε όχι μόνο από τον νόμο αλλά και από το Σύνταγμα, κατά την έννοια του οποίου δεν είναι ανεκτή η λειτουργία αυτού του ειδικού δικαστηρίου, χωρίς να έχει προηγουμένως προβλεφθεί αποζημίωση για τα μέλη του.
Κατά την εισήγηση είναι αντισυνταγματική η αμοιβή κατά συνεδρίαση και πρέπει να ισχύσει η μηνιαία αμοιβή για τα μέλη του ΑΕΔ, ενώ αποκρούεται η εναλλακτική θέση του Δημοσίου για αμοιβή αντίστοιχη με εκείνη του Ν. 3205/03, που προβλέπει αμοιβή για όσους μετέχουν σε συλλογικά όργανα της διοίκησης (αυτή η αμοιβή δεν μπορεί να ξεπερνά τα επτά εκατοστά του βασικού μισθού του 18ου μισθολογικού κλιμακίου της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης και δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 50 συνεδριάσεις ετησίως).
Η ρύθμιση αυτή αποκρούεται εν όψει της συνταγματικής διάταξης για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών. Η απόφαση αναμένεται σε λίγους μήνες.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ