Στα αζήτητα… 32 δισ. ευρώ

Το όργιο φοροδιαφυγής και την παταγώδη αποτυχία της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης που αφήνουν στα αζήτητα «μαύρο χρήμα» και ανείσπρακτα έσοδα πάνω από 50 δισ. ευρώ αποκαλύπτουν οι εκθέσεις των εγχώριων και διεθνών οργανισμών καθώς και τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών.

Το Δημόσιο χάνει ετησίως έσοδα 20 δισ. ευρώ από τα αδήλωτα εισοδήματα και τη φοροκλοπή, ενώ περίπου 32 δισ. ευρώ λιμνάζουν στις εφορίες λόγω της παράλυσης του ελεγκτικού και εισπρακτικού μηχανισμού και της έλλειψης πολιτικής βούλησης από την κυβέρνηση.

Την ίδια ώρα, τα στοιχεία από τους ελέγχους της ΥΠΕΕ στο πρώτο εξάμηνο του έτους δείχνουν έξαρση στα πλαστά και εικονικά τιμολόγια, καθώς τα πρόστιμα αυξήθηκαν κατά 55% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.

Η κυβέρνηση «με τα χέρια σταυρωμένα» μπροστά στο όργιο της φοροδιαφυγής και αδυνατώντας να εισπράξει ακόμη και τα χρέη που έχουν βεβαιώσει οι ελεγκτικές υπηρεσίες, φορτώνει νέα βάρη στους συνήθεις ύποπτους μισθωτούς, συνταξιούχους και μικρομεσαίους για να καλύψει τα συνεχώς διογκούμενα ταμειακά ελλείμματα του κράτους και προχωρεί σε νέο δανεισμό υποθηκεύοντας το μέλλον της χώρας.

25% του ΑΕΠ

Ο ΟΟΣΑ δίνει στη χώρα μας το χρυσό μετάλλιο στην παραοικονομία, η οποία αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ, δηλαδή σε 65 δισ. ευρώ. Αν ληφθεί υπόψη ότι ο μέσος φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι στο 30%, προκύπτει ότι από το μαύρο χρήμα το Δημόσιο χάνει περίπου 20 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Στην τελευταία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η αδυναμία είσπραξης φορολογικών εσόδων σχετίζεται με τη μεγάλη παραοικονομία, η οποία εκτιμάται μεταξύ 25% και 37% του ΑΕΠ και συστήνει μεταξύ άλλων στην κυβέρνηση να αποφεύγει τις ρυθμίσεις και τις περαιώσεις που ενθαρρύνουν την εισφοροδιαφυγή και φοροδιαφυγή.

Χτυπάει καμπανάκι για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές που κινδυνεύουν να παραγραφούν και αναφέρει ότι το 2007 διεγράφησαν οφειλές 3,5 δισ. ευρώ λόγω παραγραφής, διαπιστώνει αναποτελεσματική συνεργασία μεταξύ Ελεγκτικού Συνεδρίου και Γενικού Λογιστηρίου του Κράτος και έλλειψη ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου για την τήρηση των προϋπολογισμών, και θεωρεί αναποτελεσματικούς του προληπτικούς ελέγχους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως επίσης και τους εισπρακτικούς μηχανισμούς για φόρους και εισφορές.

Το Ελεγκτικό Συνέδριο συμπεραίνει ότι την τελευταία τετραετία τα ανείσπρακτα έσοδα του Δημοσίου υπερδιπλασιάστηκαν, καθώς πάνω από το 1/3 των ποσών που βεβαιώθηκαν στις εφορίες δεν κατέστη δυνατό να εισπραχθούν λόγω της αδράνειας του φοροελεγκτικού και εισπρακτικού μηχανισμού του κράτους.

Ετσι περίπου 34 δισ. ευρώ καταλογισθέντα ποσά φόρων, τελών και λοιπών δημοσίων εσόδων λιμνάζουν ανείσπρακτα στις εφορίες. Με τα χρήματα αυτά η κυβέρνηση δεν θα χρειαζόταν να επιβάλει κανένα νέο μέτρο. Αντίθετα θα μπορούσε να προχωρήσει σε σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις, θα μπορούσε να προχωρήσει σε γενναία χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος.

Σύμφωνα με το ανώτατο δικαστήριο, από το 2003 έως το 2007 το υπόλοιπο των βεβαιωθέντων αλλά μη εισπραχθέντων εσόδων του Δημοσίου αυξήθηκε κατά 173%, από 11,5 δισ. ευρώ σε 31,4 δισ. ευρώ.

Ευρωζώνη

«Μοναδικό φαινόμενο το ελληνικό παράδοξο»

Ο κοινοτικός επίτροπος Χ. Αλμούνια μοιάζει να έχει χάσει το μέτρημα. Η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι την τελευταία οκταετία υπάρχουν πολυάριθμες αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, με μειώσεις φόρων εισοδήματος και αύξηση της φορολογίας κεφα­λαίου και… ακατανόητα αποτελέ­σματα.

Το ποσοστό εσόδων από άμεσους φόρους αντί να αυξηθεί μειώθηκε κατά 1,75% ως ποσοστό επί του συνόλου και των έμμεσων φόρων κατά 1,5%. Τα έσοδα από ΦΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν από το 9,7% το 2000 στο 7,9% το 2007, πράγμα που όπως τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης της Κομισιόν προκαλεί έκπληξη για μία χώρα που τη συγκεκρι­μένη περίοδο παρουσιά­ζει μέση αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 4% με βασικό τροφοδότη την ιδιωτική κατανάλωση.

Η Κομισιόν στιγματίζει το «ελληνικό φορολογικό παράδοξο», διαπιστώνοντας ότι εξαιτίας της τεράστιας φοροδιαφυγής η αύξηση του φορολογικού βάρους στους εργαζομένους και στην κατανάλωση δεν οδήγησε σε αντίστοιχη άνοδο των δημοσίων εσόδων, και κάνει λόγο για φαινόμενο μοναδικό στην ευρωζώνη.

«Στην Ελλάδα για κάθε αύξηση του φορολογικού βάρους κατά 1% οι εισπράξεις του Δημοσίου αυξάνονται μόνο κατά 0,89%, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε όλα τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης», σημειώνεται χαρακτηριστικά σε εκθεση της Κομισιόν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η καθαρή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης την περίοδο 2005- 2007 ανήλθε στο 0,51% του ΑΕΠ ετησίως (1 δισ. ευρώ) από 0,21% την περίοδο 2000-2004, οι μαύρες τρύπες στα δημόσια ταμεία διευρύνθηκαν.

Αποκαλυπτική για την κατάρρευση του φοροελεγκτικού και εισπρακτικού μηχανισμού είναι και η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Κράτους, σύμφωνα με την οποία το 2007 τα βεβαιωθέντα από τις εφορίες έσοδα που παραμένουν ανείσπρακτα ανέρχονταν σε 31,5 δισ. ευρώ και σήμερα εκτιμάται ότι έχουν φθάσει τα 34 δισ. ευρώ.

ΦΠA

Απαιτητά 2,7 δισ. ευρώ, στο ταμείο μπήκαν μόνο 210 εκατ.

Τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων δείχνουν ότι δεν εισπράττεται ούτε το ένα δέκατο από τους βεβαιωθέντες φόρους και τα πρόστιμα, καθώς το 2007 από το ποσό των 2,7 δισ. ευρώ του ΦΠΑ που βεβαιώσαν οι ελεγκτικές αρχές ότι δεν αποδόθηκε από τις επιχειρήσεις εισέρευσαν στα δημόσια ταμεία μόλις 210 εκ. ευρώ, δηλαδή λιγότερα από το 10%. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα με τα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις, καθώς από τα 707 εκ. ευρώ εισπράχθηκαν 29 εκ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 4%.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η καθαρή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης την περίοδο 2005- 2007 ανήλθε στο 0,51% του ΑΕΠ ετησίως (1 δισ. ευρώ) από 0,21% την περίοδο 2000-2004, οι μαύρες τρύπες στα δημόσια ταμεία διευρύνθηκαν.

Το 2007 διαγράφηκαν από το Δημόσιο αλλά 3,5 δισ. ευρώ βεβαιωθέντα και μη εισπραχθέντα έσοδα, ποσό που είναι αυξημένο κατά 98% σε σύγκριση με αυτό που διαγράφηκε το 2006 (1,78 δισ. ευρώ). Οι διαγραφές οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να εισπράξει τα συγκεκριμένα χρέη παραγράφηκε.

Κ. Αντωνάκος