ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΒΑΡΔΑΡΟΣ: Νομοσχέδιο Πλεύρη / Δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ιδιοτέλειας και ανεπάρκειας

Εδώ και αρκετούς μήνες η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας επικοινωνούσε όψεις ενός σχεδίου (;) για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), που έμοιαζε περισσότερο με ένα νεοφιλελεύθερο κακέκτυπο της μεταρρύθμισης που ξεκίνησε επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παρά μία ουσιαστική συμβολή σε ελλείμματα στη φροντίδα υγείας που υπήρχαν πριν και διογκώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τελικά το πολυδιαφημισμένο νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση, μαζί με το επίσης πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο για τον ΕΟΠΥΥ και κάποιες σημαντικές, αλλά όχι θετικές, θεσμικές αλλαγές στη λειτουργία του ΕΣΥ.

Συζητώντας για την ΠΦΥ και εισαγωγικά στην κριτική επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου είναι χρήσιμο να θυμηθούμε μια πολύ πρόσφατη ιστορία. Το 2017 η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ξεκίνησε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης της προνοσοκομειακής φροντίδας, της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με έμφαση στην πρόληψη, στην οικογενειακή ιατρική, στην ενεργοποίηση του Ατομικού Ηλεκτρονικού Φακέλου Υγείας για κάθε πολίτη (ασφαλισμένο και ανασφάλιστο),  στην παρέμβαση στην κοινότητα, στην εκπαίδευση (αγωγή) υγείας του πληθυσμού, στη λειτουργία διεπιστημονικών ομάδων υγείας, των ΤΟΜΥ ως πρώτων σημείων επαφής και πλοήγησης του πολίτη στο σύστημα υγείας και στην κατάλληλη κάθε φορά φροντίδα. Το καλοκαίρι του 2019 λειτουργούσαν οι 127 πρώτες ΤΟΜΥ σε όλη τη χώρα, αφήνοντας ήδη πολύ σημαντικό αποτύπωμα στην φροντίδα υγείας των πολιτών, σημειώνοντας μετρήσιμα αποτελέσματα και αποσπώντας θετικότατες αξιολογήσεις από εγχώριους και διεθνείς εμπειρογνώμονες. Το περιοριστικό δημοσιονομικό περιβάλλον καθιστούσε σχεδόν μονόδρομο την αξιοποίηση ενωσιακών πόρων (ΕΣΠΑ), με τη δέσμευση της χώρας απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την βιωσιμότητα και την ενσωμάτωση αυτών των δομών οργανικά, με μόνιμο τρόπο, στο ΕΣΥ μετά την ολοκλήρωση της ενωσιακής χρηματοδότησης.

Συμπληρωματικά στις ΤΟΜΥ επιχειρήθηκε η αξιοποίηση των υπηρεσιών συμβεβλημένων γιατρών με τον ΕΟΠΥΥ, ως οικογενειακών γιατρών, σε αντίστοιχη λογική εγγεγραμμένων πολιτών και αποζημίωσή τους βάσει του συνολικού αριθμού συνολικών εγγεγραμμένων (σύστημα capitation). Η ανταπόκριση του ιδιωτικού τομέα υπήρξε περιορισμένη, παρότι η αμοιβή για όσους συμπλήρωναν το πλαφόν του αριθμού εγγεγραμμένων έφτανε τις 2.000 €.

Τα Κέντρα Υγείας παρέμειναν ως δεύτερο επίπεδο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και ξεκίνησε η προσπάθεια υλικοτεχνικής και στελεχιακής τους αναβάθμισης και η σταδιακή εμπέδωση της νέας κουλτούρας

Ο πολίτης, ασφαλισμένος ή ανασφάλιστος συνέχιζε να έχει απόλυτη πρόσβαση σύστημα υγείας για έκτακτα και επείγοντα περιστατικά, έχοντας ωστόσο χρονικό πλεονέκτημα για ραντεβού σε άλλες ειδικότητες (στις δημόσιες δομές) εφόσον επέλεγε να χρησιμοποιήσει τον οικογενειακό του γιατρό και ανάλογα πάντα με το εύρος κάλυψης της κάθε περιοχής με οικογενειακούς γιατρούς.

Με την υποσημείωση ότι οι μεταρρυθμίσεις των συστημάτων υγείας παραδοσιακά απαιτούν εκπαίδευση του πολίτη στα νέα δεδομένα και κυρίως χρόνο – η απόλυτα συγκρίσιμη με εμάς Πορτογαλία «τρέχει» τη δική της μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ για περισσότερο από 15 χρόνια έχοντας καλύψει το 50% του πληθυσμού –, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι προεκλογικά η παράταξη Μητσοτάκη μιλούσε για κλείσιμο των ΤΟΜΥ, «θα μπει Χ σε αυτά τα σοβιετικά μορφώματα» έλεγε ο τότε τομεάρχης υγείας της ΝΔ Βασίλης Οικονόμου και μιλούσε αόριστα για περισσότερο χώρο στην ΠΦΥ για τον ιδιωτικό τομέα, τη στιγμή που αποτελεί ένα κομμάτι του συστήματος, στο οποίο οι ιδιωτικές δαπάνες προσεγγίζουν το 80% των συνολικών δαπανών. Ας προσπεράσουμε ότι δεν υπόσχεσαι να κλείσεις κάτι νέο, που λειτουργεί σωστά και προφανώς, ιδιαίτερα στον χώρο της υγείας, δεν ιδιωτικοποιείς περαιτέρω έναν τομέα που είναι ήδη αρκετά (υπερβολικά) ιδιωτικοποιημένος και ας πάμε στο νομοσχέδιο.

Στο νομοσχέδιο που αποτυπώνονται ψήγματα των «προεκλογικών εξαγγελιών» της παράταξης Μητσοτάκη. Εκτός πραγματικότητας, χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς στόχευση ανταπόκρισης στις ανάγκες υγείας των πολιτών. Αντί για οργανωμένη πρόληψη, για παρέμβαση στην κοινότητα, για λειτουργία ομάδας υγείας και για συμπληρωματική αξιοποίηση του ιδιωτικού τομέα βάσει των αναγκών και των δυνατοτήτων του δημόσιου συστήματος υγείας η κυβερνητική επιλογή είναι ΣΔΙΤ, μετακύλιση του κόστους στον πολίτη, ο οποίος «θα μπορεί να πληρώνει» ακόμη και για τον προσωπικό του γιατρό, εξυπηρέτηση μικρών ή μεγάλων συμφερόντων, συγχωνεύσεις δημόσιων δομών ΠΦΥ, απαξίωση του δημόσιους συστήματος υγείας, περιορισμοί στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας.

Από την ανάγνωση δε του σχεδίου νόμου προκύπτει σειρά ερωτημάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι δυστυχώς ρητορικά. Συγκεκριμένα:

  1. Η θέσπιση των ιδιωτικών απογευματινών χειρουργείων και η ενίσχυση των ιδιωτικών απογευματινών ιατρείων στο ΕΣΥ σημαίνει υποβάθμιση της πρωινής λειτουργίας του συστήματος και σημαντική οικονομική επιβάρυνση των πολιτών ή όχι;
  2. Καταργείται ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού και συνεχίζεται η προσπάθεια απαξίωσης των ΤΟΜΥ, ενώ ο προσωπικός γιατρός που θεσμοθετείται με το νομοσχέδιο είναι κατά βάση ιδιώτης συμβεβλημένος ή ακόμη και μη συμβεβλημένος ελευθεροεπαγγελματίας γιατρός (για παιδιά και χρόνιους ασθενείς). Τον μη συμβεβλημένο προσωπικό γιατρό ποιος θα τον πληρώνει, αν όχι απευθείας ο πολίτης από την τσέπη του;
  3. Γιατί η σύγχρονη, ολιστική προσέγγιση στη φροντίδα υγείας, με την εμπλοκή διεπιστημονικών ομάδων υγείας δίνει τη θέση της στο παραδοσιακό ιατρικό μοντέλο; (αντί για «φροντίδα υγείας» για όλους, «γιατρός» για όλους)
  4. Το νομοσχέδιο προωθεί συγχώνευση των ΤΟΜΥ με Κέντρα Υγείας. Υπάρχει κάποιο σχέδιο; Έχουν κατανοηθεί οι διαφορετικές λειτουργίες; Μήπως η συγχώνευση σε αυτή την περίπτωση είναι η ασφαλέστερη οδός για την πλήρη απαξίωση;
  5. Δεν θεωρούνται άγονες για την ΠΦΥ και τον προσωπικό γιατρό μία σειρά από περιοχές όπως η Κύμη, η Σάμος, τα Γρεβενά, η Καστοριά, η Σητεία, η Χίος, το Καρπενήσι. Κατανοεί κανείς στο Υπουργείο Υγείας τη λογική του άγονου; Κατανοεί τη δυσκολία εύρεσης γιατρών για αυτές τις περιοχές;
  6. Συστηματοποιείται η συνεργασία των δημόσιων δομών με ιδιώτες παρόχους ΠΦΥ και δίνεται η δυνατότητα σε ιδιώτες γιατρούς να συμμετέχουν στη λειτουργία των δημόσιων δομών. Υπάρχουν στο Υπουργείο Υγείας νοσταλγοί του χρεοκοπημένου μοντέλου του ΙΚΑ, όταν τα τότε πολυϊατρεία χρησιμοποιούνταν για να «κατευθύνεται η ζήτηση» προς τα ιδιωτικά ιατρεία;
  7. Αποτυπώνεται ή όχι στο νομοσχέδιο η βούληση της Κυβέρνησης να μετατραπεί ο ΕΟΠΥΥ σε ασφαλιστικό οργανισμό που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με λογική δηλαδή ασφαλιστικών εταιρειών;
  8. Η εκ νέου διάκριση ασφαλισμένων – ανασφάλιστων στις παροχές του ΕΟΠΥΥ είναι η συνέχεια της κατάργησης συνταγογράφησης ανασφάλιστων από ελευθεροεπαγγελματίες γιατρούς, που έχει αναστείλει η Κυβέρνηση μέχρι τα τέλη Απριλίου;
  9. Η διασύνδεση της αμοιβής των συμβεβλημένων παρόχων του ΕΟΠΥΥ με βάση την ποιότητα των υπηρεσιών τους μήπως είναι το εργαλείο για την ολιγοπωλιακή αναδιάρθρωση της αγοράς υπέρ των μεγάλων επιχειρηματιών υγείας; Η ποιότητα των υπηρεσιών καθορίζεται (μόνο) από την ηλικία των μηχανημάτων και όχι από την ικανότητα/ εμπειρία του γιατρού;
  10. Αποτελεί αντιδημοκρατική-αυταρχική «μετάλλαξη» του ΕΟΠΥΥ η κατάργηση της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων (εκπρόσωποι εργαζομένων, συνταξιούχων, εργοδοτών, υγειονομικών και ασθενών) στη διοίκηση (Δ.Σ.) και στον έλεγχο του Οργανισμού;
  11. Που αποσκοπεί η κατάργηση της ελεγκτικής υπηρεσίας του ΕΟΠΥΥ (ΥΠ.Ε.Δ.Υ.Φ.Κ.Α.) και του Γενικού Επιθεωρητή; Ποιος θα ασκεί έλεγχο στους συμβεβλημένους παρόχους με τον Οργανισμό; Γνωρίζει το Υπουργείο Υγείας ότι μόνο το 2021 αυτή η υπηρεσία βεβαίωσε παραβάσεις και επέβαλε πρόστιμα ύψους 15 εκ. €;

Δυστυχώς οι περισσότερες απαντήσεις είναι προφανείς και καθόλου θετικές για την κοινωνία, για τους ανθρώπους του δημόσιου συστήματος υγείας, ακόμη και για τους ελευθεροεπαγγελματίες γιατρούς. Το αναμενόμενο δηλαδή νομοθέτημα μιας Κυβέρνησης για την οποία είναι απολύτως δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ανεπάρκειας και ιδιοτέλειας.  

 

*Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι Σύμβουλος για θέματα Πολιτικής Υγείας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα, πρώην Αν. Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας