Από τα 30,5 δις που πρόκειται να λάβει η χώρα μας από το Ταμείο Ανάκαμψης η κυβέρνηση προτίθεται να διαθέσει μόνον 1,5 δις για αναβάθμιση του συστήματος υγείας, ποσοστό μικρότερο του 5%.
Απεναντίας, στα σχέδια των άλλων χωρών που έχει παραλάβει η Κομισιόν καταγράφονται δαπάνες για την αναβάθμιση συστημάτων υγείας πάνω από 10%, ποσοστό διπλάσιο από της Ελλάδας.
Να σημειωθεί πως η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα μικρότερα ποσοστά επί του ΑΕΠ για το δημόσιο σύστημα υγείας, διαθέτει δηλαδή 4,8% όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 7%.
Η κυβέρνηση λοιπόν, αντί να ενισχύσει το υποχρηματοδοτημένο σύστημα υγείας που σήκωσε όλο το βάρος της πανδημίας, επιλέγει να το κρατήσει καχεκτικό, φοβούμενη μη γίνει ανταγωνιστικό στον ιδιωτικό τομέα υγείας, τον οποίο φύλαξε ως κόρη οφθαλμού σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας.
Είναι βέβαιο πως, αν δεν είχε προκύψει η πανδημία, το ΕΣΥ θα βρίσκονταν στη μέγγενη των ΣΔΙΤ, Νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας θα είχαν βάλει λουκέτο, δε θα είχε γίνει καμία πρόσληψη γιατρού και νοσηλευτή, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες θα είχαν εδραιωθεί στη διοίκηση των Νοσοκομείων.
Από την άλλη όμως η πανδημία γονάτισε τα Νοσοκομεία και το τέταρτο κύμα που βρίσκεται σε εξέλιξη προκαλεί μεγάλους κλυδωνισμούς στο ΕΣΥ, που άλλο το προηγούμενο διάστημα περιορίστηκε σε αποκλειστική νοσηλεία περιστατικών covid ώστε τα μεγάλα ιδιωτικά νοσηλευτήρια να συνεχίσουν ακώλυτα την άγρα πελατείας και την αισχροκέρδεια σε βάρος απελπισμένων ανθρώπων.
Το νοσοκομειακό κίνημα δε μπορεί να περιορίζεται πλέον σε ανέξοδες και περιγραφές και στην αναπαυτική καταγγελία σε βάρος του υπουργείου Υγείας που δε δέχεται να συναντηθεί με την ΟΕΝΓΕ και την ΠΟΕΔΗΝ. Το νοσοκομειακό κίνημα οφείλει να θέσει συγκεκριμένους στόχους ενίσχυσης του ΕΣΥ από το Ταμείο Ανάκαμψης και συγκεκριμένους στόχους προσλήψεων, ώστε το σύστημα υγείας να μείνει όρθιο, καλύπτοντας τις ανάγκες της κοινωνίας.