Τενεκές το TAXIS της υγείας
Η πρόσφατη πολιτική ιστορία έχει αποδείξει πως, όταν κάτι αρχίζει στραβά, είναι απίθανο να ισιώσει στη συνέχεια, ειδικά αν στην αφετηρία των πραγμάτων βρίσκεται ένας… Μητσοτάκης!..
Μια πολύ πονεμένη ιστορία, που άρχισε με όριο την ολέθρια κυβέρνηση του επίτιμου το μακρινό 1992 και πέρασε από σαράντα κύματα, έμελλε να κλείσει τυπικά επί των ένδοξων ημερών του Δ. Αβραμόπουλου στο υπουργείο Υγείας, πλην όμως με αποκαρδιωτική κατάληξη.
Μιλάμε για το Ιατρικό Πληροφοριακό Σύστημα Νοσοκομείων, ένα φιλόδοξο σύστημα που, όπως προαναγγέλθηκε πομπωδώς, θα έβαζε σε μια στοιχειώδη σειρά το χαώδες και σπάταλο καθεστώς διαχείρισης των φαρμακευτικών αποθηκών στα νοσηλευτικά ιδρύματα και θα ήταν το αντίστοιχο του… TAXIS στα νοσοκομεία της χώρας!
Επειτα από 13 χρόνια φαγούρας, άγονων διαπραγματεύσεων και ύποπτων διευθετήσεων, από τις οποίες χαμένο ήταν συμπτωματικά πάντοτε το Δημόσιο, ο σημερινός υπουργός Υγείας υπέγραψε την απόφαση προκειμένου οι εταιρείες που είχαν αναλάβει το έργο με… διαγωνισμό να πάρουν τα τελευταία «χρωστούμενα» και να αποχωρήσουν σαν κύριοι!
Λέμε… «σαν», διότι, επί της ουσίας, έργο δεν υπάρχει! Οσοι αναπνέουν και κινούνται στον αποπνικτικό αέρα των δημόσιων νοσοκομείων ξέρουν από πρώτο χέρι ότι, ακόμη και τούτη την ώρα, δεν έχουν στη διάθεσή τους αξιόπιστο σύστημα ελέγχου των φαρμακευτικών τους αποθηκών!..
Οικονομική αιμορραγία
Η περιβόητη και πολυαναμενόμενη ηλεκτρονική οργάνωση κατέληξε οικτρά, όπως χαρακτηριστικά λένε όσοι γνωρίζουν, σε μια στοίβα άχρηστων «τενεκέδων» που χρυσοπληρώθηκαν σαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές!
Το θέμα, με δυο λόγια, δεν είναι μόνο ότι κάποιοι πληρώθηκαν για δουλειά που δεν έγινε ποτέ – ας δεχθούμε ότι είναι συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια… – αλλά και ότι συνεχίζεται η οικονομική αιμορραγία στις προμήθειες των νοσοκομείων. Δεν φτάνει δηλαδή που το Δημόσιο, αν και αγοράζει από τις εταιρείες με μονοψώνιο τα φάρμακα που χρειάζεται, δεν διαπραγματεύεται καν τις τιμές, με αποτέλεσμα να θησαυρίζουν οι φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά και ότι δεν ξέρει τελικά τι ανάγκες κάθε φορά έχει, αφού δεν μπορεί να ελέγξει τις νοσοκομειακές αποθήκες!
Κάπως έτσι, όπως έχουμε ξαναγράψει, η φαρμακευτική δαπάνη αυξάνεται κάθε χρόνο κατά περίπου 1,5 δισ. ευρώ, χωρίς όμως να ιδρώνει το αυτί κανενός! Το φάρμακο, βλέπετε, δεν είναι σαν τα ζαρζαβατικά της λαϊκής αγοράς, όπου οι καταναλωτές βλέπουν με τα ματάκια τους την ακρίβεια και στρίβουν. Η τρομακτική φαρμακευτική δαπάνη, δεύτερη στη χώρα μετά τις επαχθείς αμυντικές δαπάνες, προκύπτει έμμεσα και αποτυπώνεται στους προϋπολογισμούς, τους οποίους πολύ λίγοι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να διαβάσουν για να αντιληφθούν την τεράστια επιβάρυνση που υφίστανται.
Στην πονεμένη ιστορία που λέγαμε, όλα σχεδόν ήταν λίγο – πολύ γνωστά και είχαν κατά καιρούς δημοσιοποιηθεί, εκτός ίσως από το τέλος, που έμελλε να γραφεί πριν από λίγο καιρό.
Θυμίζουμε συνοπτικά ότι στις 11.8.1992 το υπουργείο Υγείας είχε προκηρύξει δημόσιο ανοιχτό διαγωνισμό για την προμήθεια Ιατρικού Πληροφοριακού Συστήματος Νοσοκομείων, συνολικού τιμήματος 630.120.000 δραχμών, ο οποίος κατακυρώθηκε σε σύμπραξη προμηθευτών που αποτελούσαν οι εταιρείες: Ιντρακόμ Α.Ε., Χιούλετ Πάκαρντ Ελλάς Α.Ε. και S & T Ελλάς Α.Ε.
Πήραν και «έναντι»
Για τον απλό λόγο ότι η σχετική σύμβαση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, οι προμηθευτές στις 15.4.98 ζήτησαν από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς. Δυο μήνες αργότερα το Συμβούλιο αποδέχθηκε το αίτημά τους, βάζοντας όμως δύο προϋποθέσεις: να τροποποιηθεί η πρόταση συμβιβασμού προς όφελος του Ελληνικού Δημοσίου και να δηλώσουν οι προμηθευτές ρητώς ότι παραιτούνται από οποιαδήποτε πιθανή άλλη αξίωση εις βάρος του.
Στη γνωμοδότηση αυτή μειοψήφησαν δύο σύμβουλοι που κράτησαν άκαμπτη θέση βλέποντας ότι, ακόμη και με αυτούς τους όρους, το Δημόσιο έχανε τα λεφτά του, αφού, όπως διαπίστωναν μεταξύ άλλων, ήδη από τότε «ο παραδοθείς τεχνικός εξοπλισμός χρήζει αντικαταστάσεως ή σοβαρής αναβαθμίσεως. Το προς παράδοση λογισμικό είναι διαφορετικό εκείνου που έδει να παραδοθεί, ενώ οι οικονομικές παράμετροι της αρχικής συμβάσεως διαφοροποιούνται λόγω του πρόσθετου κόστους που απαιτείται για την αγορά νέου τεχνικού εξοπλισμού ή την αναβάθμιση του υφιστάμενου»!..
Στις 24 Ιουλίου του 1998 το υπουργείο Υγείας και οι τρεις προμηθευτές υπέγραψαν τελικά πρακτικό για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, στο οποίο οριζόταν ότι οι εταιρείες θα έπαιρναν «έναντι» του αρχικού τιμήματος το ποσόν των 339.624.000 δρχ., ενώ το υπόλοιπο ποσό των 290.496.000 δρχ. συμφωνήθηκε να καταβληθεί από το υπουργείο «για εκτέλεση εργασιών».
Στη συνέχεια το υπουργείο Υγείας πλήρωσε το 90% των υποχρεώσεών του, μέσω ενός ειδικού λογαριασμού (σ.σ.: άλλο ελληνικό φρούτο για την αδιαφανή διαχείριση του δημόσιου χρήματος) για την «Ιατρική Αντίληψη και Ασφάλιση» που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος και απέμενε το υπόλοιπο 10%, ήτοι ένα ποσό της τάξης των 98.256.000 δρχ. ή 288.352,14 ευρώ.
Στις υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου τον Απρίλιο του 2006 απόρησαν όταν τους ζητήθηκε να θεωρήσουν χρηματικό ένταλμα πληρωμής του υπόλοιπου «χρέους», αφού όλες οι προηγούμενες πληρωμές έγιναν μέσω ειδικού λογαριασμού, και ζήτησαν πρόσθετες εξηγήσεις.
Του έσκασε η βόμβα
Χωρίς να διευκρινίζουν τίποτε από ό,τι τους ζητήθηκε, ωστόσο, οι αρμόδιες υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου τούς απάντησαν ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε και ότι η επίμαχη δαπάνη πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις νομιμότητας!
Είχε βεβαίως προηγηθεί λίγες ημέρες νωρίτερα η υπογραφή της σχετικής απόφασης από τον σημερινό υπουργό Υγείας, στα χέρια του οποίου, για να είμαστε δίκαιοι, έσκασε η βόμβα για την έγκριση πίστωσης 288.352,14 ευρώ και την έκδοση ισόποσων χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής στους δικαιούχους, που έχει ως εξής: Ιντρακόμ Α.Ε. 96.117,38 ευρώ, Χιούλετ Πάκαρντ Α.Ε. 96.117,38 ευρώ και S & T Ελλάς Α.Ε. 96.117,38 ευρώ.
«Επί των ανωτέρω ποσών – καταλήγει η αυστηρά υπηρεσιακή διάλεκτος – έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις και επομένως θα καταβληθούν καθαρά στους δικαιούχους». Παστρικά πράγματα; Όπως συνήθως στην όμορφη Δημοκρατία μας, αλλά είμαστε περίεργοι να δούμε με ποιο σκεπτικό το Ελεγκτικό Συνέδριο θα αποδεχθεί αυτή την απίστευτη ιστορία…