Θ. Μεγαλοοικονόμου: Κραυγή αγωνίας από τους ψυχικά πάσχοντες

.

Του Τάσου Οικονόμου
(anastasios.oikonomou@kathimerini.gr)

Μία «βελούδινη» επανάσταση ξεκινά στον τομέα της ψυχικής υγείας στη χώρα μας. Τα στοιβαγμένα ράντσα στα μικρά δωμάτια, η βασανιστική πρακτική του δεσίματος των ασθενών και η έλλειψη πόρων συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα στο συγκεκριμένο χώρο. Αυτή οδηγεί όλους τους άμεσα εμπλεκόμενους – ασθενείς, οικογένειες και εργαζόμενους – να σπάσουν το τείχος της κοινωνικής απομόνωσης και να φέρουν έξω από την ελληνική Βουλή την απαίτηση για μεταρρύθμιση. Στις 24 Μαΐου, στις 9.00 το πρωί, στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50) θα διεξαχθεί συζήτηση με θέμα «ψυχική υγεία, δικαιώματα και κοινωνική χειραφέτηση». Θα ακολουθήσει πορεία στη Βουλή και δρώμενα κατά τη διάρκεια αυτής.

Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, Διευθυντής του Ενάτου Ψυχιατρικού Τμήματος του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Ψ.Ν.Α.) μίλησε στο kathimerini.gr για τα προβλήματα που υπάρχουν στην ψυχική υγεία, την σύγχρονη πραγματικότητα του ψυχικά ασθενή και την ανάγκη της άμεσης μεταρρύθμισης. Ο κ. Μεγαλοοικονόμου ανέλυσε τη ζοφερή εικόνα που συνθέτουν οι αίθουσες των κρατικών ψυχιατρείων, με τους ψυχικά ασθενείς να παραμένουν δεμένοι στα κρεβάτια, κάτι που, όπως, τονίζει, προέρχεται από το παρελθόν και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ιατρική πράξη.

Και σε αυτόν τον τόσο ευαίσθητο τομέα, η σύγκριση της Ελλάδας με τους δυτικούς εταίρους μας, είναι απογοητευτική. «Στις δυτικές χώρες υπάρχει μία αλλαγμένη κουλτούρα. Αυτή μπορεί να προέλθει αν υπάρχουν υπηρεσίες, οι οποίες καταρχήν αποδομούν το μύθο του επικίνδυνου ψυχασθενή και όχι αν λειτουργούμε με κλειδωμένες πόρτες. Υπάρχουν δεμένοι ασθενείς σε μεγάλα ποσοστά, κάτι που είναι αμφισβητήσιμο αν είναι ιατρική πράξη. Ασθενείς που τους παίρνει με τις χειροπέδες η αστυνομία και τους φέρνει στο ψυχιατρείο και βρίσκονται καθηλωμένοι σε ένα κρεβάτι ή κλεισμένοι στην απομόνωση. Όταν, λοιπόν, το σύστημα λειτουργεί έτσι και αναπαράγει το μύθο της επικινδυνότητας, τι θα κάνει ο μέσος πολίτης; Για αυτό, λέω, ότι πρέπει να καλυφθούν οι θέσεις του προσωπικού στα ψυχιατρεία και να μην είναι κενές και να δουλεύει μία βάρδια με 40 ασθενείς, σε ράντζα, και θα πρέπει δύο άτομα στη βάρδια να ασχολούνται με όλους. Όταν έρθει το έκτακτο περιστατικό, με ποιον θα ασχοληθούν; Είναι πολύ εύκολο όταν δεν υπάρχει προσωπικό να τους δένουμε, να τους κρατάμε και μία εβδομάδα, και ένα μήνα δεμένους. Στο Γενικό Κρατικό έχει ράντσα μέχρι και στη Γραμματεία. Σε εμάς, στο Δαφνί μας έχουν απαγορέψει να τα βγάζουμε έξω τα ράντσα στο διάδρομο για να μην τα τραβήξει κανένας. Τα έχουμε μέσα στους θαλάμους των τριών κρεβατιών, όπου βάζουμε και δύο ράντσα. Αυτή είναι η ψυχική υγεία σήμερα».

«Μειώθηκαν οι κλίνες των ψυχιατρείων, και καλά έκαναν και μειώθηκαν αλλά όλα αυτά τα χρόνια δεν δημιουργήθηκε καμία εναλλακτική δομή στην κοινότητα. Δηλαδή, το να κλείσουμε τα ψυχιατρεία, όπως έκλεισαν στα Χανιά, στην Πέτρα Ολύμπου, στην Κέρκυρα, πάει να κλείσει στην Τρίπολη, σήμαινε ότι θα δημιουργούταν ένα δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών που θα παρέμβαιναν στον τόπο κατοικίας ώστε να προλαμβάνουν την κρίση και να μπορούν να στηρίζουν τους ψυχικά πάσχοντες στο σπίτι. Η Αθήνα, για παράδειγμα, θα είχε ανάγκη από 50 τέτοια κέντρα. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν επτά, ύστερα από 23 χρόνια ψυχιατρικής μεταρρύθμισης σε αυτή τη χώρα. Οπότε, καταλαβαίνετε ότι είναι τελείως γυμνή η χώρα από κοινοτικές υπηρεσίες. Να γιατί οι οικογένειες μένουν αβοήθητες. Η Ελλάδα είναι η μοναδική δυτική χώρα που έχει ποσοστό αναγκαστικών νοσηλειών 65%, όταν στις άλλες χώρες όπου έχει προχωρήσει η μεταρρύθμιση είναι 10%, το πολύ».

Η συνολική εικόνα στην ελληνική επικράτεια

Σύμφωνα με τον κ. Μεγαλοοικονόμου, στην ελληνική επικράτεια, «μέχρι το 1999 υπήρχαν 5.000 τρόφιμοι, περίπου, στα δημόσια ψυχιατρεία και περίπου 4.000 στις ιδιωτικές κλινικές. Τα πράγματα πήγαιναν πάρα πολύ αργά, μέχρι που υπήρξε ένα φυσικό φαινόμενο που τα επιτάχυνε κι αυτό ήταν ο σεισμός που έγινε το 1999 και έβγαλε εκτός λειτουργίας το Δαφνί με αποτέλεσμα να επιταχυνθούν οι διαδικασίες αποασυλοποίησης των ασθενών. Υπάρχουν συνολικά αυτή τη στιγμή, περίπου 3.000 ασθενείς φιλοξενούμενοι σε 400 ξενώνες, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Περίπου το 3% από αυτές τις δομές είναι στον ιδιωτικό τομέα και το υπόλοιπο στο δημόσιο. Υπάρχουν δεκαέξι νομοί που δεν έχουν καμία υπηρεσία».

 

Δεν υπάρχει μία εθνική πολιτική πάνω σε αυτόν τον τομέα να πει ότι αυτό ζητάμε. Τι σημαίνει πρόληψη; Το σημαίνει στήριξη στον τόπο κατοικίας, τι σημαίνει κοινοτική φροντίδα; Μάλιστα, έχω την αίσθηση ότι τελευταία υπάρχει μία διαδικασία αντιμεταρρύθμισης, με την έννοια ότι υπονομεύονται τα κέντρα ψυχικής υγείας και με μία διαδικασία ενσωμάτωσής τους στα κέντρα υγείας. Η ψυχική υγεία, όμως, απαιτεί ένα μεγάλο φάσμα υπηρεσιών, δεν μπορείς να φτιάξεις ένα κτίριο και να τα βάλουμε όλα μέσα».

Οι φορείς που μετέχουν στην κινητοποίηση

Ο διευθυντής του Ψ.Τ. του Ψ.Ν.Α. μιλώντας για τα αίτια και τους φορείς που μετέχουν στην κινητοποίηση ανέφερε: «Αυτή η κινητοποίηση είναι καρπός μίας σύγκλισης αντιλήψεων και προθέσεων από ένα μεγάλο φάσμα φορέων. Μία ευτυχής συγκυρία συγκέντρωσε τους ψυχικά πάσχοντες, τους σύλλογους των οικογενειών που έχουν άτομα με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας και τους εργαζόμενους στο χώρο, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Όλοι αυτοί έχουν συναντηθεί κατά καιρούς σε διάφορες κινητοποιήσεις, αλλά αποφασίστηκε ότι όλα αυτά τα ζητήματα έπρεπε να γίνουν ορατά στην κοινωνία, στο δρόμο. Χρειάζεται να φύγουμε από τις αίθουσες των συζητήσεων και των επιστημονικών διαλέξεων που συνήθως δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα που ζει ο ψυχικά πάσχοντας σήμερα. ¶λλα πράγματα λέγονται εκεί και άλλη είναι η πραγματικότητα που βιώνει. Επίσης, στόχος είναι να μπορέσουν οι ίδιοι οι ψυχικά πάσχοντες να γίνουν υποκείμενα της ίδιας τους της τύχης και των αναγκών τους, αντί να είναι αντικείμενα συζητήσεων που κάποιοι συζητούν σε κάποιες αίθουσες».

«Από την άλλη είναι οι οικογένειες, οι οποίες με την περίφημη «μεταρρύθμιση» – εγώ τη θεωρώ απορρύθμιση της ψυχικής υγείας- έχουν φορτωθεί ένα μεγάλο βάρος από τα ψυχικώς πάσχοντα μέλη τους. Οι οικογένειες είναι αβοήθητες και συναισθηματικά και υλικά και από άποψη ψυχοκοινωνικής στήριξης. Πολλές φορές δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν, κάνουν και λάθη στο χειρισμό των ψυχικά πασχόντων μελών τους. Είναι φοβερά δύσκολο μία οικογένεια να έχει κάποιον που να πάσχει, για παράδειγμα από σχιζοφρένεια, από διπολική διαταραχή, και να μην έχει καμία στήριξη και να καλεί την αστυνομία και τον εισαγγελέα κάθε φορά και να λύνει αυτός το πρόβλημα μέσα από την αναγκαστική εισαγωγή στο ψυχιατρείο».

 

Σημαντικός είναι και ο ρόλος που διαδραματίζουν, πλέον και οι διάφορες ομάδες αυτοβοήθειας των ψυχικά πασχόντων, σύμφωνα με τον κ. Μεγαλοοικονόμου. «Υπάρχει ένα ευτύχημα ότι το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται διάφορες ομάδες αυτοβοήθειας ή αυτοεκπροσώπησης των ψυχικά πασχόντων, κάτι που υπάρχει και στην υπόλοιπη Ευρώπη εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Η Ελλάδα τέτοια κινήματα τα είχε πάρα πολύ περιθωριοποιημένα και δεν τους έδινε τη δυνατότητα να εμφανιστούν. Υπάρχει μία στενή έννοια του πολιτικού στην Ελλάδα που περιορίζεται στον κομματικό χώρο και αγνοεί τα ευρύτερα ζητήματα, όπως είναι αυτό της ψυχικής υγείας, που είναι εξίσου πολιτικό».

Η μεταρρύθμιση και η κατάσταση σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα

«Ένα κομμάτι της μεταρρύθμισης το πέρασαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια στον ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό τομέα. Φτιάχτηκαν από το μηδέν εταιρείες, οι οποίες ανέλαβαν να συμμετάσχουν στην αποασυλοποίηση των ψυχιατρείων παίρνοντας από αυτά χρόνιους ασθενείς και προσλαμβάνοντας προσωπικό – κι εδώ είναι το μυστικό της όλης ιστορίας – με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Αν το έκανε το δημόσιο, οι εργαζόμενοι θα είχαν σχέση δημόσιου δικαίου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αυτές οι εταιρείες λειτούργησαν στην αρχή με το 18μηνο της κοινοτικής συγχρηματοδότησης, όμως μετά το τέλος αυτής της χρηματοδότησης υπήρχε υποχρέωση από το ελληνικό κράτος να αναλάβει και να συνεχίσει τη χρηματοδότηση. Τη διατήρησε στις δομές που αφορά τις συνθήκες της περίθαλψης και της διαβίωσης και, φυσικά, τους μισθούς του προσωπικού. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κράτος από την πρώτη στιγμή μείωσε δραματικά σε επίπεδα κάτω από το 50% τα ποσά που έπαιρναν αυτές οι εταιρείες. Κι έτσι, εδώ και 3-4 χρόνια, μόλις οι εργαζόμενοι συμπληρώνουν το 18μηνο, μένουν για 8-10 μήνες απλήρωτοι. Φανταστείτε όταν έχεις έναν εργαζόμενο απλήρωτο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, τι συνθήκες μπορεί να παράσχει αυτός. Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα απολύονται αν διεκδικούν, παραιτούνται γιατί δεν μπορούν να ζουν 10 μήνες χωρίς μισθό».

«Από το 1984 που ξεκίνησε η μεταρρύθμιση στην Ελλάδα με τον κανονισμό 8/15 το κράτος έχει συμμετάσχει στην ψυχική υγεία μόνο κατά το μερίδιο που του αναλογεί κατά τη συγχρηματοδότηση των κοινοτικών προγραμμάτων. Μετά, τα άφηναν να διαλύονται. Τα κατεβάζουν σε ένα επίπεδο στοιχειώδες, στο οποίο, φυσικά, έχουμε κλειδωμένες πόρτες. Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Σε πολλές περιπτώσεις, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, αναπαράγει παλιές λογικές του ασύλου».

«Στο δημόσιο τομέα τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Ναι μεν δεν μένουν απλήρωτοι αλλά έχει κοπεί μία σειρά από άλλες παροχές, οι οποίες υπήρχαν και ήταν απαραίτητες για τη μεταρρύθμιση και για την ενίσχυση των θεραπευτικών προγραμμάτων. Ένα παράδειγμα είναι το θεραπευτικό κίνητρο, ένα επίδομα που θα έπαιρναν οι ασθενείς για να μπορούν να συμμετέχουν στα θεραπευτικά προγράμματα κοινωνικοποίησης, τα οποία έχουν κόστος».

Ανύπαρκτες οι θέσεις εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες

Παράλληλα, υπανάπτυκτη είναι και η κρατική πολιτική για την εύρεση θέσεων εργασίας για τους ψυχικά πάσχοντες. «Σκεφθείτε ότι το 1% του πληθυσμού πάσχει από σχιζοφρένεια και ένα άλλο ποσοστό γύρω στο 2,5% από διπολική διαταραχή, ή ότι ο ένας στους 4 συνανθρώπους μας κάποια στιγμή θα ζητήσει ψυχιατρική βοήθεια ειδικού, σύμφωνα με τις μελέτες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Ένα γνωστό εύρημα του Π.Ο.Υ. είναι ότι μέχρι το 2020 ή δεύτερη θανάτου παγκοσμίως θα είναι η κατάθλιψη. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα αυτήν τη στιγμή. Οι άνθρωποι με τα σοβαρότερα προβλήματα, με τις ψυχώσεις και τα λοιπά, έχουν ανάγκη από θέσεις εργασίας που να μην είναι αυτοί που θα πρέπει να ταιριάξουν στις απαιτήσεις της, αλλά να είναι ευέλικτες και ικανές να απορροφήσουν ανθρώπους με αυτές τις ιδιαίτερες ανάγκες».