«Τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά; Σου έρχεται να κλάψεις»

Μια καλή ιδέα, που υλοποιείται με λάθος τρόπο, «βιαστικά, χωρίς παίδεμα». Ετσι περιγράφει στην «Κ» τη διαδικασία αποασυλοποίησης στη χώρα μας η παιδοψυχίατρος και πρόεδρος της Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία Παιδιών και Εφήβων κ. Αλεξάνδρα Ρούσσου. Η κ. Ρούσσου γνώριζε τον Στέλιο Μαστορόπουλο. Eως και πριν από ενάμιση χρόνο διατελούσε διευθύντρια του Δ΄ Παιδοψυχιατρικού Τμήματος του Παιδοψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (ΠΝΑ) όπου το αυτιστικό παιδί νοσηλευόταν, πριν η «αποασυλοποίηση» το στείλει στο Οικοτροφείο της Κηφισιάς. Η είδηση του αδόκητου θανάτου του τη συγκλόνισε. «Ο Στέλιος έφυγε από το ΠΝΑ επειδή το νοσοκομείο κλείνει. Σε λίγο, όλα τα παιδιά θα μεταφερθούν σε άλλες δομές. Επρεπε όμως να μεταφερθεί σε μονάδα εξειδικευμένη στον αυτισμό. Μια μονάδα, δηλαδή, για αυτιστικούς ενηλίκους που δεν υπάρχει στην Ελλάδα (σ.σ. ο Στέλιος ήταν 21 ετών, τυπικά ενήλικος, μολονότι οι ανάγκες του παρέμεναν αυτές ενός παιδιού)».

Οπως τονίζει η κ. Ρούσσου, ο αυτισμός δεν είναι ένα παιδικό νόσημα. Ωστόσο, οι μόνες εξειδικευμένες μονάδες που λειτουργούν στη χώρα μας απευθύνονται σε παιδιά. «Τα παιδιά που νοσηλεύονταν στο ΠΝΑ μεγαλώσανε και τώρα δεν έχουν πού να πάνε για να συνεχίσουν τη θεραπεία και την αποκατάστασή τους. Οταν πρωτοήρθαν στο νοσοκομείο ήταν “αγριμάκια” και στα χρόνια που έμειναν εκεί έκαναν τεράστια πρόοδο. Αυτή η πρόοδος θα πάει χαμένη. Τα πήραμε 5 χρόνων και τα φτάσαμε 18. Τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά; Δεν υπάρχει καμία πρόνοια. Σου ’ρχεται να βάλεις τα κλάματα».

Σύμφωνα με την ίδια, η αποασυλοποίηση δεν λειτουργεί για όλες τις νόσους με τον ίδιο τρόπο και σίγουρα δεν σημαίνει απλή «έξοδο» σε δομές πιο κοντά στην κοινωνία. «Υπάρχουν διάφοροι ασθενείς, που στο πλαίσιο της αποασυλοποίησης μπορούν μέχρι και να βρουν δουλειά, να καθίσουν στο καφενείο μαζί με άλλους ανθρώπους. Υπάρχουν όμως και βαριά ασθενείς, όπως είναι οι αυτιστικοί, οι οποίοι χρειάζονται ένα συγκεκριμένο χώρο για να μείνουν. Δεν θα επωφεληθούν μόνο και μόνο από το ότι θα βρεθούν κοντά στην κοινότητα – δεν είναι σε θέση να συνάψουν σχέσεις με την κοινότητα.

Ο αυτιστικός νέος δεν έχει μόνο ανάγκη εξειδικευμένου προσωπικού, αλλά και εξειδικευμένου περιβάλλοντος. Είναι ένα ειδικό πρόβλημα. Οπως δεν δίνεις αντιβιοτικά για ένα σπασμένο πόδι, έτσι και δεν τοποθετείς ένα αυτιστικό παιδί σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Είναι σαν να δίνεις θεραπεία για λάθος νόσημα. Οι αυτιστικοί χρειάζονται ειδικό χώρο ψυχαγωγίας, ειδικό χώρο εκπαίδευσης. Καλά είναι τα οικοτροφεία, αλλά δεν φθάνουν. Πού θα μάθουν τα παιδιά δεξιότητες; Πώς θα παίρνουν τη χαρά ότι μπορούν να κάνουν κάτι, να μαθαίνουν κάτι; Πού θα γνωρίσουν τη χαρά της δημιουργίας;»

Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα ζουν περισσότερα από 50.000 αυτιστικά παιδιά. Περίπου, δηλαδή, 100.000 γονείς ζουν με την αγωνία για το μέλλον των παιδιών τους. «Η απόγνωση των γονέων είναι απερίγραπτη όσο τα παιδιά τους μεγαλώνουν. Η σκέψη ότι οι ίδιοι κάποια στιγμή θα πεθάνουν και δεν θα υπάρχει μια δομή, ένα ίδρυμα για να ζήσουν τα παιδιά τους, ότι θα μείνουν μόνα τους, κυριολεκτικά τους τρελαίνει». Τελικά, μήπως είναι το κράτος πρόνοιας στη χώρα μας ένας μύθος; «Το “μήπως” είναι περιττό» απαντά η κ. Ρούσσου. «Ακόμα δεν έχουμε κατανοήσει ότι το γεγονός ότι κάποιος είναι αυτιστικός ή ότι έχει κάποια αναπηρία, δεν σημαίνει ότι αξίζει λιγότερο σαν άνθρωπος. Κι όμως, όλοι με τα ίδια πράγματα χαιρόμαστε, με τα ίδια πράγματα λυπόμαστε. Δυστυχώς, όμως, δεν χαιρόμαστε όλοι την ίδια φροντίδα».